Τον Απρίλιο του 1994 850.00 άνθρωποι σφαγιάστηκαν σε μια
από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες της ιστορίας που διήρκησε εκατό ημέρες
Η φωτιά της δάδας του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ στην επέτειο για την γενοκτονία της Ρουάντα, δεν είχε καμία σχέση με την φωτιά που έκαιγε στις 13 Απριλίου του 1994 τις σάρκες ενός ζευγαριού σε μια συνοικία που κατοικούσαν Τούτσι.
Η φωτιά εκείνη έκαιγε δύο ανθρώπους που ήταν ακόμη ζωντανοί, ένα ζευγάρι που είχε σφαγιαστεί από μια ομάδα Χούτου.
Οι αφηνιασμένοι νεαροί, αφού τους κατακρεούργησαν χειρουργικά με ματσέτες, τους περιέλουσαν με οινόπνευμα και τους έβαλαν φωτιά ενώ ανέπνεαν ακόμη. Ήταν δύο μόνο από τις 850.000 ψυχές της φυλής των Τούτσι που σφαγιάστηκαν ανηλεώς μέσα σε εκατό ημέρες άκρατου φυλετικού μίσους δεκαετιών.
Η Ρουάντα γέμισε πτώματα και φρικιαστικές ιστορίες εκκαθάρισης των Τούτσι από τους Χούτου, σε ένα κυριολεκτικά ματωμένο ημερολόγιο γι΄ αυτό που χαρακτηρίστηκε μια από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες της ιστορίας.
Στους δρόμους της πρωτεύουσας Κιγκάλι η μυρωδιά του αίματος και της σήψης ήταν διάχυτη παντού, με εικόνες που δύσκολα μπορούσε να αντέξει το ανθρώπινο μάτι. Όμως οι Χούτου δεν ήταν άνθρωποι ή τουλάχιστον δεν έμοιαζαν με ανθρώπους εκείνες τις ημέρες.
Έδειχναν αιμοδιψή τέρατα που σκορπούσαν αδιάκριτα τον θάνατο στους Τούτσι κόβοντας κεφάλια ανδρών και γυναικών, ή πυροβολώντας βρέφη στο κεφάλι.
Το ραδιόφωνο που είχαν υπό τον έλεγχο τους, έστελνε ξεκάθαρα μηνύματα, όλα σχεδόν πανομοιότυπα, εικοσιτέσσερις ώρες το 24ωρο: «Μοιάζουν με ζώα. Οι Τούτσι είναι ανθρωποφάγες κατσαρίδες διψασμένες για αίμα. Οι Τούτσι πάντα ήταν κακοί. Πρέπει να πάρετε ξύλα, όπλα, γκλοπ και ματσέτες και να προστατέψετε την χώρα μας από αυτούς. Η μόνη θεραπεία είναι ο ολοκληρωτικός αφανισμός τους. Σκοτώστε τους όλους. Καθαρίστε τους. Τα νεκροταφεία είναι άδεια ακόμα. Ποιος θα κάνει την καλή δουλειά και θα μας βοηθήσει να τα γεμίσουμε με Τούτσι;».
Όπως αποδείχτηκε, πάρα πολλοί ήταν πρόθυμοι να «βοηθήσουν» στη «δουλειά» αυτή. Η αφορμή είχε ήδη δοθεί με έναν θάνατο, που αποτέλεσε προάγγελο της εμφύλιας γενοκτονίας.
Ο θάνατος του προέδρου της χώρας Ζουβενάλ Χαμπιαρινάμα στις 6 Απριλίου-το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε καταρρίφθηκε κοντά στο αεροδρόμιο του Κιγκάλι-άνοιξε τον ασκό του Αιόλου.
Οι Τούτσι που ήταν ευνοημένοι όσο η Ρουάντα ήταν αποικία των Βέλγων, έχασαν προνόμια μετά την ανεξαρτησία της χώρας, όταν οι Χούτου άρχισαν να αποκτούν δύναμη. Τον Απρίλιο του 1994, η βία ξέσπασε σε όλη τη χώρα με απίστευτη ωμότητα και σφαγές που ξεκινούσαν το πρωί και τελείωναν αργά τη νύχτα.
Ανάμεσα στους νεκρούς είναι και αρκετές χιλιάδες μέλη της φυλής των Χούτου, που ήθελαν ειρήνη και αρμονική συνύπαρξη με τους Τούτσι, σε ένα μακελειό που η λέξη «έλεος» απλά δεν υπήρξε.
Έσφαξαν 60.000 σε μια μέρα
Στην κοινότητα του Μουράμπι, ένα ημιτελές τεχνικό λύκειο πλημμύρισε με χιλιάδες Τούτσι που αναζητούσαν καταφύγιο από την οργή των Χούτου. Για τους τελευταίους ήταν θέμα ωρών να μάθουν που κρύβονταν οι «κατσαρίδες» και να αρχίσουν την ατέλειωτη σφαγή, κυκλώνοντας το μέρος από παντού.
Μέσα σε μια μέρα, εξήντα χιλιάδες, άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά εξοντώθηκαν από τα τάγματα των Χούτου με ματσέτες, αξίνες, γκλοπ, όπλα και ματσέτες. Σώθηκαν μόνο τέσσερα άτομα που τραυματίστηκαν και χώθηκαν βαθιά μέσα στα χιλιάδες πτώματα, μέχρι να τελειώσει η σφαγή αυτή.
Την ίδια στιγμή οι συνοικίες των Τούτσι στο Κιγκάλι έχουν αποκλειστεί και ολόκληρες φαμίλιες ξεκληρίζονται η μια μετά την άλλη. Οι Χούτου κάθονται πάνω στα στοιβαγμένα πτώματα, πίνουν αλκοόλ και ουρλιάζουν μέσα στη νύχτα, σε μια φρίκη χωρίς τέλος.
Σε ένα ξενοδοχείο της πρωτεύουσας λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, 1268 Τούτσι τούς ακούνε με μάτια ορθάνοιχτα από τον τρόμο, ενώ ένας άνθρωπος προσπαθεί να τους ηρεμήσει. Το όνομά του είναι Πολ Ρουσεμαγκίνα και είναι Χούτου.
Τσακισμένος από την κούραση αλλά αποφασισμένος να τους σώσει ο Ρουσεμαγκίνα ρίσκαρε την ζωή του για πολλές ημέρες μέσα στο «Des Milles Colline». Είχε διαισθανθεί τα χειρότερα, όταν την πρώτη μέρα της κρίσης, γύρισε σπίτι και βρήκε 26 Τούτσι μέσα, να τον κοιτάνε τρομοκρατημένοι.
Ο Πολ μπορεί να ήταν Χούτου από τον πατέρα του, αλλά ήταν Τούτσι από την μητέρα του, μισούσε τον εμφύλιο και είχε σοκαριστεί βλέποντας τους μέχρι χθες ήσυχους γείτονες του να κυκλοφορούν οπλισμένοι αναζητώντας τους «εχθρούς».
Κοίταξε την γυναίκα του-μια Τούτσι-στα μάτια και μέσα σε λίγες ώρες μετέφερε όσους περισσότερους μπορούσε στο ξενοδοχείο, που είχε ερημώσει.
Μαζί με την οικογένειά του και άλλα 1268 άτομα έζησε εβδομήντα οχτώ ημέρες μέσα σε ένα άδειο κτήριο με διακόσια μόλις κρεβάτια, τρώγοντας καλαμπόκι και ξερά φασόλια, ενώ έπιναν το νερό της πισίνας.
Βρήκαν καταφύγιο σε ένα άσυλο των Τούτσι, όταν οι εκατό ημέρες που σημάδεψαν για πάντα την Ρουάντα, πέρασαν αφήνοντας 850.000 νεκρούς πίσω τους.
Χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξη που παραχώρησε-τα όσα έζησε αποτυπώθηκαν στην συγκλονιστική ταινία «Hotel Rwanda»-περιέγραψε με λίγες λέξεις τι ένιωθε αυτός και οι ψυχές που τον εμπιστεύθηκαν: «Ξέραμε ότι θα πεθάνουμε, απλά δεν γνωρίζαμε τον τρόπο». protothema.gr
ΤΑ ΠΑΓΩΤΑ ΗΡΑΚΛΗΣ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΤΥ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ - ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ 66
(ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ)
από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες της ιστορίας που διήρκησε εκατό ημέρες
Η φωτιά της δάδας του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ στην επέτειο για την γενοκτονία της Ρουάντα, δεν είχε καμία σχέση με την φωτιά που έκαιγε στις 13 Απριλίου του 1994 τις σάρκες ενός ζευγαριού σε μια συνοικία που κατοικούσαν Τούτσι.
Η φωτιά εκείνη έκαιγε δύο ανθρώπους που ήταν ακόμη ζωντανοί, ένα ζευγάρι που είχε σφαγιαστεί από μια ομάδα Χούτου.
Οι αφηνιασμένοι νεαροί, αφού τους κατακρεούργησαν χειρουργικά με ματσέτες, τους περιέλουσαν με οινόπνευμα και τους έβαλαν φωτιά ενώ ανέπνεαν ακόμη. Ήταν δύο μόνο από τις 850.000 ψυχές της φυλής των Τούτσι που σφαγιάστηκαν ανηλεώς μέσα σε εκατό ημέρες άκρατου φυλετικού μίσους δεκαετιών.
Η Ρουάντα γέμισε πτώματα και φρικιαστικές ιστορίες εκκαθάρισης των Τούτσι από τους Χούτου, σε ένα κυριολεκτικά ματωμένο ημερολόγιο γι΄ αυτό που χαρακτηρίστηκε μια από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες της ιστορίας.
Στους δρόμους της πρωτεύουσας Κιγκάλι η μυρωδιά του αίματος και της σήψης ήταν διάχυτη παντού, με εικόνες που δύσκολα μπορούσε να αντέξει το ανθρώπινο μάτι. Όμως οι Χούτου δεν ήταν άνθρωποι ή τουλάχιστον δεν έμοιαζαν με ανθρώπους εκείνες τις ημέρες.
Έδειχναν αιμοδιψή τέρατα που σκορπούσαν αδιάκριτα τον θάνατο στους Τούτσι κόβοντας κεφάλια ανδρών και γυναικών, ή πυροβολώντας βρέφη στο κεφάλι.
Το ραδιόφωνο που είχαν υπό τον έλεγχο τους, έστελνε ξεκάθαρα μηνύματα, όλα σχεδόν πανομοιότυπα, εικοσιτέσσερις ώρες το 24ωρο: «Μοιάζουν με ζώα. Οι Τούτσι είναι ανθρωποφάγες κατσαρίδες διψασμένες για αίμα. Οι Τούτσι πάντα ήταν κακοί. Πρέπει να πάρετε ξύλα, όπλα, γκλοπ και ματσέτες και να προστατέψετε την χώρα μας από αυτούς. Η μόνη θεραπεία είναι ο ολοκληρωτικός αφανισμός τους. Σκοτώστε τους όλους. Καθαρίστε τους. Τα νεκροταφεία είναι άδεια ακόμα. Ποιος θα κάνει την καλή δουλειά και θα μας βοηθήσει να τα γεμίσουμε με Τούτσι;».
Όπως αποδείχτηκε, πάρα πολλοί ήταν πρόθυμοι να «βοηθήσουν» στη «δουλειά» αυτή. Η αφορμή είχε ήδη δοθεί με έναν θάνατο, που αποτέλεσε προάγγελο της εμφύλιας γενοκτονίας.
Ο θάνατος του προέδρου της χώρας Ζουβενάλ Χαμπιαρινάμα στις 6 Απριλίου-το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε καταρρίφθηκε κοντά στο αεροδρόμιο του Κιγκάλι-άνοιξε τον ασκό του Αιόλου.
Οι Τούτσι που ήταν ευνοημένοι όσο η Ρουάντα ήταν αποικία των Βέλγων, έχασαν προνόμια μετά την ανεξαρτησία της χώρας, όταν οι Χούτου άρχισαν να αποκτούν δύναμη. Τον Απρίλιο του 1994, η βία ξέσπασε σε όλη τη χώρα με απίστευτη ωμότητα και σφαγές που ξεκινούσαν το πρωί και τελείωναν αργά τη νύχτα.
Ανάμεσα στους νεκρούς είναι και αρκετές χιλιάδες μέλη της φυλής των Χούτου, που ήθελαν ειρήνη και αρμονική συνύπαρξη με τους Τούτσι, σε ένα μακελειό που η λέξη «έλεος» απλά δεν υπήρξε.
Έσφαξαν 60.000 σε μια μέρα
Στην κοινότητα του Μουράμπι, ένα ημιτελές τεχνικό λύκειο πλημμύρισε με χιλιάδες Τούτσι που αναζητούσαν καταφύγιο από την οργή των Χούτου. Για τους τελευταίους ήταν θέμα ωρών να μάθουν που κρύβονταν οι «κατσαρίδες» και να αρχίσουν την ατέλειωτη σφαγή, κυκλώνοντας το μέρος από παντού.
Μέσα σε μια μέρα, εξήντα χιλιάδες, άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά εξοντώθηκαν από τα τάγματα των Χούτου με ματσέτες, αξίνες, γκλοπ, όπλα και ματσέτες. Σώθηκαν μόνο τέσσερα άτομα που τραυματίστηκαν και χώθηκαν βαθιά μέσα στα χιλιάδες πτώματα, μέχρι να τελειώσει η σφαγή αυτή.
Την ίδια στιγμή οι συνοικίες των Τούτσι στο Κιγκάλι έχουν αποκλειστεί και ολόκληρες φαμίλιες ξεκληρίζονται η μια μετά την άλλη. Οι Χούτου κάθονται πάνω στα στοιβαγμένα πτώματα, πίνουν αλκοόλ και ουρλιάζουν μέσα στη νύχτα, σε μια φρίκη χωρίς τέλος.
Σε ένα ξενοδοχείο της πρωτεύουσας λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, 1268 Τούτσι τούς ακούνε με μάτια ορθάνοιχτα από τον τρόμο, ενώ ένας άνθρωπος προσπαθεί να τους ηρεμήσει. Το όνομά του είναι Πολ Ρουσεμαγκίνα και είναι Χούτου.
Τσακισμένος από την κούραση αλλά αποφασισμένος να τους σώσει ο Ρουσεμαγκίνα ρίσκαρε την ζωή του για πολλές ημέρες μέσα στο «Des Milles Colline». Είχε διαισθανθεί τα χειρότερα, όταν την πρώτη μέρα της κρίσης, γύρισε σπίτι και βρήκε 26 Τούτσι μέσα, να τον κοιτάνε τρομοκρατημένοι.
Ο Πολ μπορεί να ήταν Χούτου από τον πατέρα του, αλλά ήταν Τούτσι από την μητέρα του, μισούσε τον εμφύλιο και είχε σοκαριστεί βλέποντας τους μέχρι χθες ήσυχους γείτονες του να κυκλοφορούν οπλισμένοι αναζητώντας τους «εχθρούς».
Κοίταξε την γυναίκα του-μια Τούτσι-στα μάτια και μέσα σε λίγες ώρες μετέφερε όσους περισσότερους μπορούσε στο ξενοδοχείο, που είχε ερημώσει.
Μαζί με την οικογένειά του και άλλα 1268 άτομα έζησε εβδομήντα οχτώ ημέρες μέσα σε ένα άδειο κτήριο με διακόσια μόλις κρεβάτια, τρώγοντας καλαμπόκι και ξερά φασόλια, ενώ έπιναν το νερό της πισίνας.
Βρήκαν καταφύγιο σε ένα άσυλο των Τούτσι, όταν οι εκατό ημέρες που σημάδεψαν για πάντα την Ρουάντα, πέρασαν αφήνοντας 850.000 νεκρούς πίσω τους.
Χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξη που παραχώρησε-τα όσα έζησε αποτυπώθηκαν στην συγκλονιστική ταινία «Hotel Rwanda»-περιέγραψε με λίγες λέξεις τι ένιωθε αυτός και οι ψυχές που τον εμπιστεύθηκαν: «Ξέραμε ότι θα πεθάνουμε, απλά δεν γνωρίζαμε τον τρόπο». protothema.gr
ΤΑ ΠΑΓΩΤΑ ΗΡΑΚΛΗΣ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΤΥ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ - ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ 66
(ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ)