RADIO ZENITH - ΡΑΔΙΟ ΖΕΝΙΘ

HONEYMOON CY CYPRUS

VELVET TOUCH PAFOS

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

ΠΟΡΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΠΡΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗ - ΕΒΓΑΖΑΝ ΤΙΣ ΠΟΔΙΕΣ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΑΝ


«Όταν έφτασα στην πλατεία και είδα όλες εκείνες τις μανάδες και όλες εκείνες τις γυναίκες, συγκλονίστηκα. Σκέφτηκα "τι κάνω τώρα; Έχουμε συγκεντρώσει τόσες χιλιάδες για να τις πάμε στο στόμα του λύκου;" Ευτυχώς είχα μαζί μου ένα κουτί με ηρεμιστικά. Πήγα σε ένα καφενείο. Ζήτησα ένα ποτήρι νερό. Τα ήπια και πήγα να κάνω αυτό που όφειλα», περιγράφει στον «Φ», φανερά συγκινημένη, η Νάνσια Χαρίδη.

Η ίδια ήταν στους διοργανωτές της Πορείας Γυναικών στον Άγιο Κασσιανό. Είχαν προηγηθεί και άλλες προσπάθειες των γυναικών να επιστρέψουν στην κατεχόμενη γη τους και στο σπίτι τους. Τις υποδέχθηκαν, πάντοτε, ένοπλοι στρατιώτες και βία. Μετά από δεκαετίες, μια ανάλογη αντικατοχική πορεία προγραμματιζόταν για αύριο στο οδόφραγμα Δερύνειας με σύνθημα: «Οι γυναίκες απαιτούν Λευτεριά, Επιστροφή, Ειρήνη και Επανένωση». Ωστόσο, λόγω της αύξησης των κρουσμάτων κορωνοϊού η εκδήλωση αναβλήθηκε.

«Η πορεία μας ονομαζόταν "Επιστροφή" και πραγματοποιήθηκε στον Άγιο Κασσιανό. Είχε συγκεντρώσει 50.000 ανθρώπους, αποτέλεσε αιτία διακοπής των συνομιλιών για το Κυπριακό, ενώ απασχόλησε και τα Ηνωμένα Έθνη. Ήταν αυθόρμητη η παρουσία του κόσμου. Στόχος, η επιστροφή στην κατεχόμενη γη μας προς τιμήν των αγνοουμένων και με δέηση να βρεθούν. Αυτό ήταν η πορεία μας, ο πόθος για επιστροφή. Ο καημός των μανάδων και των συγγενών των αγνοουμένων και το δίκιο της Κύπρου», περιγράφει η Νάνσια Χαρίδη.

Πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιουλίου 1989, παραμονή της μαύρης επετείου της εισβολής. «Τα ξημερώματα την ίδια ώρα, στις 4:00 το πρωί, πραγματοποιήσαμε προσκλητήριο αγνοουμένων. Χιλιάδες γυναίκες σε ένα μικρό στενό δρομάκι. Δεν ακουγόταν κιχ. Μόνο η λέξη «απών». Μπροστά μας ένοπλος ο στρατός των Ηνωμένων Εθνών και πίσω τους Τούρκοι στρατιώτες. Μια σφαίρα να έφευγε…».

Το σχέδιο γνώριζαν μόνο τρία άτομα, «δεν τολμούσαμε να το συζητήσουμε ούτε μεταξύ μας. Για να τους παραπλανήσουμε, στις 5:00 το απόγευμα στείλαμε κάποιες γυναίκες να κάνουν μια δέηση στον Άγιο Κασσιανό. Βλέποντας την, η αστυνομία των κατεχομένων και τα Ηνωμένα Έθνη, απέκλισαν το συγκεκριμένο σημείο. Ήταν παραπέτασμα καπνού. Στο μεταξύ ξεκίνησε η συγκέντρωση στην πλατεία Σολωμού για την επιβίβαση στα λεωφορεία. Είχε προηγηθεί η χρονομέτρηση τριών διαφορετικών διαδρομών, διάρκειας 20 λεπτών η κάθε μία. Τελευταίο, έμεινε το λεωφορείο με τις ηλικιωμένες μανάδες αγνοουμένων, ώστε να μην τεθούν σε κίνδυνο».

Οι γυναίκες έτρεχαν με πάθος προς τα συρματοπλέγματα. «Ξεχύνονταν από τα λεωφορεία στα στενά δρομάκια. Προορισμός ήταν το σχολείο του Αγίου Κασσιανού. Ήμασταν ενθουσιασμένες. Όταν έφτασαν τα Ηνωμένα Έθνη και οι Τούρκοι, εγώ έτρεξα να σώσω τις γιαγιούλες. Θεώρησα σωστό να τις μεταφέρω στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, μαζί μας ήταν και ο μητροπολίτης Κιτίου. Είχε φέρει καμπάνα, την οποία τοποθέτησαν και χτύπησαν. Οι Τούρκοι, όμως, δεν σεβάστηκαν τίποτα. Τις χτύπησαν. Μέχρι σήμερα το έχω βάρος».

Λόγω των συλλήψεων αποφασίστηκε να διανυκτερεύσουν στην γκρίζα ζώνη. «Πήγαμε σε χωράφια γύρω από το σπίτι του ειδικού απεσταλμένου των Ηνωμένων Εθνών στη περιοχή του αεροδρομίου Λευκωσίας. Τους είχαμε πει ότι δεν θα φύγουμε αν δεν ελευθερωθεί και η τελευταία κρατούμενη. Μείναμε, τελικά, για 15 ημέρες. Όταν είδα να απελευθερώνεται και το τελευταίο άτομο λιποθύμησα και δεν θυμάμαι, πια, τίποτε άλλο».

«Ήθελες να έρθεις από εδώ, απόψε θα κοιμηθείς σπίτι μου»

«Όταν βλέπεις αστυνομικούς και στρατιώτες, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Μπροστά μου ήταν μια Κύπρια από την Αρμενία, η οποία καταλάβαινε τουρκικά. Μας προειδοποίησε ότι συνεννοούνται να μας κάνουν επίθεση. Όπως και έγινε. Άρχισαν να μαζεύουν γυναίκες. Είχαν, μάλιστα, οργανωθεί και περίμεναν λεωφορεία», θυμάται η Όλγα Μαρουδία από την κράτηση της σε φυλακές των κατεχομένων. «Στη διαδρομή προς τα οχήματα είχαν μαζευτεί κάτοικοι της κατεχόμενης περιοχής, Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι. Ο όχλος αυτός συμπεριφερόταν πολύ άσχημα. Μας έφτυναν. Μας έβριζαν. Μερικοί άπλωναν τα χέρια τους και μας άγγιζαν, για να μας υποτιμήσουν. Μπροστά μου ήταν μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, μάνα αγνοούμενου».

Τους μετέφεραν στο γκαράζ Παυλίδη, που λειτουργούσε κάποτε ως συνεργείο αυτοκινήτων. «Απ’ έξω συγκεντρώθηκε και πάλι όχλος, ο οποίος πετούσε πέτρες και αντικείμενα. Μερικά περνούσαν μέσα από τη στέγη. Από εκεί ερχόντουσαν και μας έπαιρναν Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι μιλούσαν ελληνικά, για να μας κάνουν ανάκριση. Φοβήθηκα, το γεγονός ότι θα μας έβρισκε το ξημέρωμα της 20ης Ιουλίου εκεί. Ακούσαμε τις σειρήνες τους, εκείνοι, όμως, πανηγύριζαν…». Ιδίως φοβήθηκε τον Τουρκοκύπριο που τη μετέφερε. «Μου είπε πως "αφού ήθελες να έρθεις από εδώ, απόψε θα κοιμηθείς σπίτι μου". Εγώ, τότε, μικρό κορίτσι. Είχα υπόψη μου και τους αγνοουμένους, τους βιασμούς…».

Στις φυλακές πια, θυμάται ξεκάθαρα, ότι όλο το βράδυ έκαναν φασαρία για να μην τις αφήνουν να κοιμηθούν. «Παρέμεινα μέχρι οκτώ ημέρες. Θεώρησα ότι στις ελεύθερες περιοχές θα μας είχαν ξεχάσει πια. Μέχρι που μας έφεραν τηλεόραση και είδα την αντίδραση του κόσμου. Μας έδωσε δύναμη. Αυτή ήταν η τελευταία πορεία γυναικών και η πιο συγκλονιστική».

Έβγαζαν την ποδιά και ακολουθούσαν

Στις πορείες των γυναικών συμμετείχε και η φωτορεπόρτερ, Κάτια Χριστοδούλου, στα πρώτα της, τότε, επαγγελματικά βήματα. Όπως αφηγείται, η πρώτη πορεία σημειώθηκε στην περιοχή του Άρωνα. Ωστόσο, η πορεία στα Λύμπια «ήταν πολύ πιο έντονη συναισθηματικά. Ξεκινήσαμε με λεωφορεία από τη Λευκωσία, χωρίς να γνωρίζουμε πού επρόκειτο να πάμε. Όλα οργανώνονταν με μεγάλη μυστικότητα. Όσο συγκεντρωνόμασταν ήταν πολύς κόσμος έξω, ο οποίος μας χειροκροτούσε. Υπήρχε μια γενικότερη ευφορία. Όχι ότι πίστευαν πως πάμε να λύσουμε το Κυπριακό, όμως, έβλεπαν ότι υπάρχει μια αντίδραση. Στη διαδρομή βλέπαμε γυναίκες έξω από τα σπίτια τους, οι οποίες έβγαζαν την ποδιά τους και μας ακολουθούσαν».

Καθώς πήγαιναν, δεν σκέπτονταν τον κίνδυνο. «Ήταν μεγάλος ο ενθουσιασμός. Έλεγες είμαι εδώ για το δίκιο μου, για την πατρίδα μου. Ήταν τόση η ορμή των γυναικών, που δεν τις σταματούσε τίποτα. Όταν φτάσαμε ήταν λες και μας έδωσε φτερά ο Θεός και ανεβήκαμε το βουνό στον Προφήτη Ηλία. Είναι πολύ δύσκολο να το ανεβείς με τα ποδιά, διότι εμείς δεν πηγαίναμε καν από το δρομάκι. Βγήκαμε από κακοτράχαλα σημεία. Σκαρφαλώναμε. Ήμασταν εκατοντάδες. Μια πλαγιά γεμάτη γυναίκες. Φτάσαμε στο προαύλιο στο μικρό εκκλησάκι. Δεν μας περίμεναν. Ήταν λίγοι οι Τούρκοι στρατιώτες. Άρχισαν να σπρώχνουν τις γυναίκες και να τις χτυπούνε. Ήταν πολύ βίαιοι. Έκανα ένα βήμα πίσω και γλίτωσα. Εκείνες που έπιασαν τις χτύπησαν και τις συνέλαβαν». Η Κάτια μετακινήθηκε προς την άλλη πλευρά του λόφου, στα κατεχόμενα. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά να βλέπω κάτω στην πεδιάδα να μαζεύεται κόσμος με σημαίες τουρκικές και άγριες διαθέσεις».

Στην τελευταία πορεία, στον Άγιο Κασσιανό, τους υποδέχθηκε ακόμη μεγαλύτερη βαρβαρότητα. «Ιδίως εμάς που κρατούσαμε φωτογραφική μηχανή μας κυνηγούσαν με ό,τι μπορείς να φανταστείς. Μια πέτρα χτύπησε το χέρι μου, όμως είχα καταφέρει να προστατεύσω τη φωτογραφική μηχανή».

  Δέσποινα Ψύλλου    philenews