Τα έργα του, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είναι περιζήτητα… Οι
ιδιαίτερες δημιουργίες του έχουν προσελκύσει βλέμματα, ακόμη κι από το εξωτερικό. Αυτό που τον ανέδειξε, ήταν το γεγονός ότι τόλμησε να κάνει τέχνη τους ήρωες της εφηβικής του, κι όχι μόνο, ηλικίας. Αποτύπωσε εκφράσεις ανθρώπων σε καρτούν και κατάφερε με αυτόν τον τρόπο, να δημιουργήσει ένα δικό του, μοναδικό στυλ.
Λίγοι γνωρίζουν ωστόσο, πως το σύμπαν δεν… συνωμότησε ακριβώς, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, ο 37χρονος ζωγράφος Γιώργος Γεωργιάδης. Είναι η επιμονή και το πείσμα του που τα κατάφεραν. Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν ακολουθεί την πεπατημένη (κατακρίβειαν κάνει το αντίθετο!), οδήγησαν και στην επιτυχία του.
Συναντηθήκαμε στο στούντιο του στην περιοχή Καλογερά στη Λάρνακα. Ήταν χωμένος στο εργαστήριο του. Αν δεν ήταν ο μικρός εκθεσιακός χώρος με τους κρεμασμένους και τους τοποθετημένους στο έδαφος, τρισδιάστατους πίνακες, θα νόμιζα πως μπήκα κατά λάθος σε ξυλουργείο. Κρατούσε τραπανάκι και τρυπούσε ένα κομμάτι ξύλο για να πάρει μορφή.
Παράτησε ότι έκανε και σχεδόν πριν συστηθούμε, άρχισε να δείχνει έναν προς έναν τους πίνακές του και την εξέλιξή του μέσα από αυτούς. Ξεκίνησε δοκιμάζοντας διάφορα, σχεδιάζοντας πιο αφηρημένες φιγούρες. Άρχισε να προσθέτει μαλλιά και κατέληξε στη σημερινή τους μορφή.
«Ξεκινώ και δεν έχω ιδέα που θα καταλήξουν κάποιοι πίνακες, ούτε ποια φιγούρα θα κάνω. Είμαι επηρεασμένος από τα καρτούν που έβλεπα, ειδικά όταν ήμουν φοιτητής στην Αθήνα. Simpsons, South Park και Family Guy ήταν η λατρεία μου. Είναι ένας τόπος που κάνεις ότι θέλεις στα κινούμενα σχέδια. Δεν θα σε παραξενέψει όταν σε ένα animation, δεις κάποιον να βάλει το χέρι στην τσέπη και να βγάλει ένα σπίτι. Αν το δεις όμως σε μια ρεαλιστική ταινία, θα πεις “τι γίνεται;”. Δεν υπάρχουν κανόνες. Δεν έχει τίποτα σωστό και λάθος. Ούτε η ζωγραφική έχει κανόνες. Δεν μπορείς να πεις γιατί το ένα μάτι είναι πιο μεγάλο. Η απάντηση είναι, “επειδή μπορώ”. Σε κάποιους πίνακες, κάποιες φιγούρες μου έχουν τρία ή τέσσερα μάτια», λέει γεμάτος ενθουσιασμό.
Οι αποτυχίες που οδήγησαν στην επιτυχία…
Ήθελε από τότε που θυμάται τον εαυτό του, να γίνει ζωγράφος και να σπουδάσει πάση θυσία στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Ούτε μπορούσε να διανοηθεί, ότι το ένα θα γίνει χωρίς το άλλο.
«Είχαμε πάει στην Ελλάδα όταν ήμουν στην τρίτη Δημοτικού. Μια γνωστή μας, με είδε να ζωγραφίζω και είπε πως σπουδάζει στην Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Εγώ εν ξανάκουσα κάποιον να σπουδάζει ζωγραφική. Τότε, δεν ήξερα ότι σπουδάζεις γι’ αυτό. Είπα της “θέλω και γω”. Τότε είπα στους γονείς μου πως θέλω να σπουδάσω στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Στην τετάρτη δημοτικού, με έγραψαν στον Πέτρο Πτωχόπουλο, που ήταν ο μοναδικός τότε που είχε σχολή.
Σε όλα τα μαθητικά μου χρόνια ζωγράφιζα. Στην αρχή έκανα τοπία. Δεν ήμουν καθόλου καλός μαθητής. Τέλειωσα με 13 και ένα δωδέκατο, τη σχολή γραφικών τεχνών στη Διανέλλειο Τεχνική Σχολή.Έδωσα εξετάσεις πέντε φορές στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα για να περάσω.
Μόλις τέλειωσα το σχολείο, έδωσα την πρώτη φορά και έδωσα άλλες δύο που ήμουν στον στρατό. Μετά έμεινα ένα χρόνο στην Κύπρο και έκανα φροντιστήριο στον Πτωχόπουλο. Έδωσα ξανά και δεν πέρασα. Μετά πήγα στην Αθήνα στην Βίλη Κανελλοπούλου και συνέχισα τα ιδιαίτερα. Έδωσα ξανά εξετάσεις και τελικά πέρασα ενδέκατος στη σχολή της Θεσσαλονίκης. Θυμούμαι τότε, ήταν οι γονείς μου στην κουζίνα και τους είπα ,“πέρασα Θεσσαλονίκη, αλλά θα πάω να δώσω εξετάσεις στην Αθήνα. Αν δεν περάσω θα κάνω ακόμα ένα χρόνο φροντιστήριο και θα δώσω ξανά του χρόνου”. Είπαν μου, “κάμε ότι θέλεις”. Πήγα χωρίς άγχος και τελικά πέρασα. Έτσι, στα 22 μου, το 2005 άρχισα να σπουδάζω. Τελείωσα τη σχολή το 2010 και έκατσα ακόμα δύο χρόνια Αθήνα. Μετά λόγω της κρίσης, αποφάσισα να φύγω, αν και ήθελα να μείνω».
Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω την ερώτηση, εάν δούλευε στην Αθήνα…«Δεν θεωρώ ότι δούλεψα ποτέ στη ζωή μου», λέει έντονα, «είμαι τυχερός που βγαίνουν κάποια λεφτά και μπορώ να ζω. Αυτό θέλω εγώ… Να κάνω το κέφι μου… Όταν τέλειωσα στην Αθήνα, άρχισα να πουλώ κάποιους πίνακες. Πώς ήταν να ζω… Ευτυχώς δεν είχα ενοίκιο γιατί έχω σπίτι στην Αθήνα. Ίσως δουλειά, θεωρώ μόνο το ότι έκαμα κάποια σκηνικά για το θέατρο Σκάλα όταν ήρθα στην Κύπρο. Δεν είπα ποτέ ότι είμαι σκηνογράφος. Είμαι εικαστικός.
Τα λεφτά που πήρα τα επένδυσα στο στούντιο εδώ, που έχει ευτυχώς πολύ χαμηλό ενοίκιο. Από το 2012 μέχρι το 2015, ήμουν ένα χρόνο Κύπρο και ένα Αθήνα. Δυσκολεύτηκα να συνηθίσω την αλλαγή της Αθήνας με τη Λάρνακα. Τώρα, βέβαια δεν το μετανιώνω καθόλου. Όλοι μου έλεγαν να πάω στη Λευκωσία, που γίνονται πιο πολλά πράματα. Ήθελα, όμως να στηρίξω την πόλη μου, έτσι η πρώτη μου έκθεση στην Κύπρο και η δεύτερη ατομική μου, έγινε στην Κυπριακή γωνιά στη Λάρνακα».
Δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την προώθηση της δουλειάς του. Βασικά, δεν θέλει να κάνει οτιδήποτε τον αποσπά από την τέχνη του…
«Μέχρι στιγμής έκανα πέντε ατομικές εκθέσεις και ετοιμάζω την έκτη μου, που θα γίνει μάλλον Νοέμβριο στη Λεμεσό σε μια μικρή γκαλερί την exhibit8. Είδαν τη δουλειά μου από το facebook και το Instagram. Δεν κάνω πολλά για να προωθήσω τη δουλειά. Βάζω μια φωτογραφία κάθε τόσο στο facebook και το Instagram. Δεν έχω ούτε πολλούς ακόλουθους.
Τα τελευταία χρόνια μπαίνουν και άτομα από το εξωτερικό. Πέρσι ήταν και κάποιοι από το Λος Άντζελες και μου έλεγαν ότι πρέπει να πάω. Είπαν μου και άλλοι να κάνω πορτφόλιο και να το στείλω. Δεν είμαι καλός στο να προωθώ τη δουλειά μου. Ίσως θέλω manager να το κάνει. Εγώ δεν μπορώ…
Δεν μετανιώνω που δεν έκαμα ακόμη άνοιγμα στο εξωτερικό. Ο Βαν Γκονγκ, που είναι από τους αγαπημένους μου ζωγράφους, ένα πίνακα πώλησε όσο ζούσε. Θα ήθελα να αφήσω κάτι στην τέχνη κι ας μην το μάθω ποτέ. Θα ήθελα μετά που χρόνια, να πει κάποιος ότι είναι περήφανος που ο Γεωργιάδης είναι Σκαλιώτης. Μπορεί να γίνει, μπορεί και να μην γίνει. Εγώ όσο είναι ανοικτή αυτή η πόρτα και έχω αυτό το στούντιο, είμαι έτσι κι αλλιώς ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου…».
«Δούλεψε για να τους φτάσεις»
Δούλεψε σκληρά για δημιουργήσει το δικό του στυλ. Ήθελε να βλέπει κάποιος τους πίνακές του και να λέει, “αυτός είναι Γεωργιάδης”. Είχε και σε αυτή την προσπάθεια, πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, αλλά και πάλι δεν τα έβαλε κάτω.
«Στη σχολή ήμουν από το πρωί μέχρι την νύκτα στα εργαστήρια. Δεν πατούσα στα θεωρητικά. Τα πέρασα με σκονάκια, δεν ντρέπομαι να το πω. Ήθελα απλά να είμαι στο εργαστήριο και να δουλεύω. Εάν δεν πήγαινα Ελλάδα δεν θα ήταν στη μορφή που είναι σήμερα οι πίνακες μου, όπως κι εάν δεν έβρισκα τον καθηγητή, που μου έλεγαν όλοι να μην πάω, το Δημήτρη Σακελλίων. Ήταν πολύ αυστηρός. Με βοήθησε να βρω το στυλ μου…
Μπορούσε να κάνω έναν πίνακα και να μου πει ότι μοιάζει με τον τάδε ζωγράφο. Έσβηνα τον αμέσως. Έπιανε με εκείνο το ψώνιο ότι εκείνοι εκαταφέραν τα και ότι θα τα καταφέρω και εγώ. Έλεγα “δούλεψε για να τους φτάσεις”. Στην αρχή, απλά άρχισα να κολλώ πράγματα. Μετά, αυτές τις φιγούρες τις έκαμνα σπίτι για μένα. Σε κάποια φάση, άρχισαν να μου αρέσουν. Όταν ήταν το πτυχίο, πήρα τις φιγούρες στον καθηγητή μου και είπε μου ότι βρήκα το δικό μου στυλ.
Έμενα Παγκράτι και η σχολή μου ήταν στου Ρέντη. Ήθελα περίπου μία ώρα να πάω στη σχολή. Είχα πάντα ακουστικά και παρατηρούσα τον κόσμο, είχε άλλους χαρούμενους, άλλους λυπημένους. Νομίζω, γι’ αυτό ασχολήθηκα τόσο με τη φιγούρα και άρχισα να αποτυπώνω το τι μου έβγαζε ο κόσμος. Θυμούμαι ότι ήταν τότε που σκοτώθηκε από τον αστυνομικό ο Αλέξης Γρηγορόπουλος και ήταν περίεργα τα πράματα. Είχα πάει στις διαδηλώσεις τότε, επειδή σκοτώθηκε ένας ανήλικος».
Από οικογένεια καλλιτεχνών
Καταλυτικό ρόλο στην πορεία που ακολούθησε, είναι φανερό πως διαδραμάτισαν οι γονείς του και το γεγονός ότι δεν έβαλαν ποτέ φραγμούς, στην επιθυμία του να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
«Η μητέρα μου τέλειωσε σχεδιάστρια μόδας και ο παπάς μου είναι ο ηθοποιός Φοίβος Γεωργιάδης. Ο πατέρας μου έκανε κυρίως θέατρο, αλλά δούλεψε και στην τηλεόραση. Πάντα λέει, “προτιμώ να έχω πιο μικρό ρόλο και να του δώσω όση σημασία έδινα στον πρωταγωνιστικό”.
Νομίζω δεν έπαιξε τόσο ρόλο το ότι ήταν καλλιτέχνες οι γονείς μου, αλλά το ότι ήταν ανοικτόμυαλοι και μας έλεγαν με την αδερφή μου ότι η ζωή είναι δική μας και θα στηρίξουν ότι απόφαση πάρουμε».
Το ροκ μπαρ που τον έκανε γνωστό
Η τέχνη του έγινε ευρέως γνωστή στη Λάρνακα, όταν σχεδίασε τα τραπέζια του θρυλικού ροκ μπαρ της πόλης, Savino.
«Από εκεί ξεκίνησαν όλα και με έμαθαν στη Λάρνακα. Αγαπώ πολύ τη ροκ. Πηγαίναμε από μωρά στο Savino. Αποκτήσαμε φιλική σχέση με το Μούλο (ιδιοκτήτης) και έκαμα τα τραπέζια. Είδαν τα έργα μου πολλοί και πολλοί ήρθαν να τα δουν. Παλιά ο Κυπραίος ένιωθε άσχημα να μπει σε ένα στούντιο ή σε μια γκαλερί για να δει τα έργα και να μην αγοράσει τίποτε. Για μένα, μόνο που θα μπει κάποιος και θα μου πει ότι του αρέσει ένα έργο, δεν μπορεί να φανταστείς πως με κάνει να νιώθω. Είναι δευτερεύον να αγοράσεις. Σε κάποιους λέω να αγγίξουν πάνω στους πίνακες και ότι δεν έχω πρόβλημα. Μου αρέσει να δίνω χαρά στον άλλο. Αυτό με γεμίζει παραπάνω…».
Αυτό που κάνει ξεχωριστό τον Γιώργο Γεωργιάδη, είναι πως δεν θέλει να παρέμβει καθόλου στη σχέση του θεατή με τα έργα του. Δεν βάζει τίτλους και δεν τους κατατάσσει σε κάποιο καλλιτεχνικό ρεύμα. Αφήνει το θεατή να αποφασίσει ο ίδιος τι του προκαλούν.
«Ακούω τον τελευταίο καιρό ότι κάποια έργα μου είναι pop. Δεν με χαλά, γιατί όχι. Δεν με ενοχλεί να βάζει ταμπέλες ο άλλος στους πίνακες μου. Εγώ δεν βάζω. Ούτε τίτλους βάζω. Ότι βγάζει του καθενός. Αν σου μιλήσει ο πίνακάς μου, καλώς. Δεν θέλω να τον βάλω σε κουτάκια, επειδή κάποιος μπορεί να δει κάτι άλλο. Εγώ κάμνω αυτό το πράγμα επειδή μου αρέσκει και επειδή το αγαπώ».
Φεύγοντας με σταματά στην πόρτα… «Μια φορά με ρώτησαν τι έχω να πω σε κάποιον που δεν πέρασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και σκέφτεται να τα παρατήσει. Απάντησα πως “ πρέπει να τα παρατήσει. Δεν κάμνει, αφού το σκέφτεται”. Όταν θέλεις πολύ κάτι, εν τα παρατάς ποτέ…». reporter
ΠΑΜΕ ΣΤΑ ΠΑΓΩΤΑ ΗΡΑΚΛΗΣ - HERACLIS ΣΤΟ ΠΛΑΤΥ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ 66
(ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ)
ιδιαίτερες δημιουργίες του έχουν προσελκύσει βλέμματα, ακόμη κι από το εξωτερικό. Αυτό που τον ανέδειξε, ήταν το γεγονός ότι τόλμησε να κάνει τέχνη τους ήρωες της εφηβικής του, κι όχι μόνο, ηλικίας. Αποτύπωσε εκφράσεις ανθρώπων σε καρτούν και κατάφερε με αυτόν τον τρόπο, να δημιουργήσει ένα δικό του, μοναδικό στυλ.
Λίγοι γνωρίζουν ωστόσο, πως το σύμπαν δεν… συνωμότησε ακριβώς, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, ο 37χρονος ζωγράφος Γιώργος Γεωργιάδης. Είναι η επιμονή και το πείσμα του που τα κατάφεραν. Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν ακολουθεί την πεπατημένη (κατακρίβειαν κάνει το αντίθετο!), οδήγησαν και στην επιτυχία του.
Συναντηθήκαμε στο στούντιο του στην περιοχή Καλογερά στη Λάρνακα. Ήταν χωμένος στο εργαστήριο του. Αν δεν ήταν ο μικρός εκθεσιακός χώρος με τους κρεμασμένους και τους τοποθετημένους στο έδαφος, τρισδιάστατους πίνακες, θα νόμιζα πως μπήκα κατά λάθος σε ξυλουργείο. Κρατούσε τραπανάκι και τρυπούσε ένα κομμάτι ξύλο για να πάρει μορφή.
Παράτησε ότι έκανε και σχεδόν πριν συστηθούμε, άρχισε να δείχνει έναν προς έναν τους πίνακές του και την εξέλιξή του μέσα από αυτούς. Ξεκίνησε δοκιμάζοντας διάφορα, σχεδιάζοντας πιο αφηρημένες φιγούρες. Άρχισε να προσθέτει μαλλιά και κατέληξε στη σημερινή τους μορφή.
«Ξεκινώ και δεν έχω ιδέα που θα καταλήξουν κάποιοι πίνακες, ούτε ποια φιγούρα θα κάνω. Είμαι επηρεασμένος από τα καρτούν που έβλεπα, ειδικά όταν ήμουν φοιτητής στην Αθήνα. Simpsons, South Park και Family Guy ήταν η λατρεία μου. Είναι ένας τόπος που κάνεις ότι θέλεις στα κινούμενα σχέδια. Δεν θα σε παραξενέψει όταν σε ένα animation, δεις κάποιον να βάλει το χέρι στην τσέπη και να βγάλει ένα σπίτι. Αν το δεις όμως σε μια ρεαλιστική ταινία, θα πεις “τι γίνεται;”. Δεν υπάρχουν κανόνες. Δεν έχει τίποτα σωστό και λάθος. Ούτε η ζωγραφική έχει κανόνες. Δεν μπορείς να πεις γιατί το ένα μάτι είναι πιο μεγάλο. Η απάντηση είναι, “επειδή μπορώ”. Σε κάποιους πίνακες, κάποιες φιγούρες μου έχουν τρία ή τέσσερα μάτια», λέει γεμάτος ενθουσιασμό.
Οι αποτυχίες που οδήγησαν στην επιτυχία…
Ήθελε από τότε που θυμάται τον εαυτό του, να γίνει ζωγράφος και να σπουδάσει πάση θυσία στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Ούτε μπορούσε να διανοηθεί, ότι το ένα θα γίνει χωρίς το άλλο.
«Είχαμε πάει στην Ελλάδα όταν ήμουν στην τρίτη Δημοτικού. Μια γνωστή μας, με είδε να ζωγραφίζω και είπε πως σπουδάζει στην Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Εγώ εν ξανάκουσα κάποιον να σπουδάζει ζωγραφική. Τότε, δεν ήξερα ότι σπουδάζεις γι’ αυτό. Είπα της “θέλω και γω”. Τότε είπα στους γονείς μου πως θέλω να σπουδάσω στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Στην τετάρτη δημοτικού, με έγραψαν στον Πέτρο Πτωχόπουλο, που ήταν ο μοναδικός τότε που είχε σχολή.
Σε όλα τα μαθητικά μου χρόνια ζωγράφιζα. Στην αρχή έκανα τοπία. Δεν ήμουν καθόλου καλός μαθητής. Τέλειωσα με 13 και ένα δωδέκατο, τη σχολή γραφικών τεχνών στη Διανέλλειο Τεχνική Σχολή.Έδωσα εξετάσεις πέντε φορές στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα για να περάσω.
Μόλις τέλειωσα το σχολείο, έδωσα την πρώτη φορά και έδωσα άλλες δύο που ήμουν στον στρατό. Μετά έμεινα ένα χρόνο στην Κύπρο και έκανα φροντιστήριο στον Πτωχόπουλο. Έδωσα ξανά και δεν πέρασα. Μετά πήγα στην Αθήνα στην Βίλη Κανελλοπούλου και συνέχισα τα ιδιαίτερα. Έδωσα ξανά εξετάσεις και τελικά πέρασα ενδέκατος στη σχολή της Θεσσαλονίκης. Θυμούμαι τότε, ήταν οι γονείς μου στην κουζίνα και τους είπα ,“πέρασα Θεσσαλονίκη, αλλά θα πάω να δώσω εξετάσεις στην Αθήνα. Αν δεν περάσω θα κάνω ακόμα ένα χρόνο φροντιστήριο και θα δώσω ξανά του χρόνου”. Είπαν μου, “κάμε ότι θέλεις”. Πήγα χωρίς άγχος και τελικά πέρασα. Έτσι, στα 22 μου, το 2005 άρχισα να σπουδάζω. Τελείωσα τη σχολή το 2010 και έκατσα ακόμα δύο χρόνια Αθήνα. Μετά λόγω της κρίσης, αποφάσισα να φύγω, αν και ήθελα να μείνω».
Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω την ερώτηση, εάν δούλευε στην Αθήνα…«Δεν θεωρώ ότι δούλεψα ποτέ στη ζωή μου», λέει έντονα, «είμαι τυχερός που βγαίνουν κάποια λεφτά και μπορώ να ζω. Αυτό θέλω εγώ… Να κάνω το κέφι μου… Όταν τέλειωσα στην Αθήνα, άρχισα να πουλώ κάποιους πίνακες. Πώς ήταν να ζω… Ευτυχώς δεν είχα ενοίκιο γιατί έχω σπίτι στην Αθήνα. Ίσως δουλειά, θεωρώ μόνο το ότι έκαμα κάποια σκηνικά για το θέατρο Σκάλα όταν ήρθα στην Κύπρο. Δεν είπα ποτέ ότι είμαι σκηνογράφος. Είμαι εικαστικός.
Τα λεφτά που πήρα τα επένδυσα στο στούντιο εδώ, που έχει ευτυχώς πολύ χαμηλό ενοίκιο. Από το 2012 μέχρι το 2015, ήμουν ένα χρόνο Κύπρο και ένα Αθήνα. Δυσκολεύτηκα να συνηθίσω την αλλαγή της Αθήνας με τη Λάρνακα. Τώρα, βέβαια δεν το μετανιώνω καθόλου. Όλοι μου έλεγαν να πάω στη Λευκωσία, που γίνονται πιο πολλά πράματα. Ήθελα, όμως να στηρίξω την πόλη μου, έτσι η πρώτη μου έκθεση στην Κύπρο και η δεύτερη ατομική μου, έγινε στην Κυπριακή γωνιά στη Λάρνακα».
Δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την προώθηση της δουλειάς του. Βασικά, δεν θέλει να κάνει οτιδήποτε τον αποσπά από την τέχνη του…
«Μέχρι στιγμής έκανα πέντε ατομικές εκθέσεις και ετοιμάζω την έκτη μου, που θα γίνει μάλλον Νοέμβριο στη Λεμεσό σε μια μικρή γκαλερί την exhibit8. Είδαν τη δουλειά μου από το facebook και το Instagram. Δεν κάνω πολλά για να προωθήσω τη δουλειά. Βάζω μια φωτογραφία κάθε τόσο στο facebook και το Instagram. Δεν έχω ούτε πολλούς ακόλουθους.
Τα τελευταία χρόνια μπαίνουν και άτομα από το εξωτερικό. Πέρσι ήταν και κάποιοι από το Λος Άντζελες και μου έλεγαν ότι πρέπει να πάω. Είπαν μου και άλλοι να κάνω πορτφόλιο και να το στείλω. Δεν είμαι καλός στο να προωθώ τη δουλειά μου. Ίσως θέλω manager να το κάνει. Εγώ δεν μπορώ…
Δεν μετανιώνω που δεν έκαμα ακόμη άνοιγμα στο εξωτερικό. Ο Βαν Γκονγκ, που είναι από τους αγαπημένους μου ζωγράφους, ένα πίνακα πώλησε όσο ζούσε. Θα ήθελα να αφήσω κάτι στην τέχνη κι ας μην το μάθω ποτέ. Θα ήθελα μετά που χρόνια, να πει κάποιος ότι είναι περήφανος που ο Γεωργιάδης είναι Σκαλιώτης. Μπορεί να γίνει, μπορεί και να μην γίνει. Εγώ όσο είναι ανοικτή αυτή η πόρτα και έχω αυτό το στούντιο, είμαι έτσι κι αλλιώς ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου…».
«Δούλεψε για να τους φτάσεις»
Δούλεψε σκληρά για δημιουργήσει το δικό του στυλ. Ήθελε να βλέπει κάποιος τους πίνακές του και να λέει, “αυτός είναι Γεωργιάδης”. Είχε και σε αυτή την προσπάθεια, πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, αλλά και πάλι δεν τα έβαλε κάτω.
«Στη σχολή ήμουν από το πρωί μέχρι την νύκτα στα εργαστήρια. Δεν πατούσα στα θεωρητικά. Τα πέρασα με σκονάκια, δεν ντρέπομαι να το πω. Ήθελα απλά να είμαι στο εργαστήριο και να δουλεύω. Εάν δεν πήγαινα Ελλάδα δεν θα ήταν στη μορφή που είναι σήμερα οι πίνακες μου, όπως κι εάν δεν έβρισκα τον καθηγητή, που μου έλεγαν όλοι να μην πάω, το Δημήτρη Σακελλίων. Ήταν πολύ αυστηρός. Με βοήθησε να βρω το στυλ μου…
Μπορούσε να κάνω έναν πίνακα και να μου πει ότι μοιάζει με τον τάδε ζωγράφο. Έσβηνα τον αμέσως. Έπιανε με εκείνο το ψώνιο ότι εκείνοι εκαταφέραν τα και ότι θα τα καταφέρω και εγώ. Έλεγα “δούλεψε για να τους φτάσεις”. Στην αρχή, απλά άρχισα να κολλώ πράγματα. Μετά, αυτές τις φιγούρες τις έκαμνα σπίτι για μένα. Σε κάποια φάση, άρχισαν να μου αρέσουν. Όταν ήταν το πτυχίο, πήρα τις φιγούρες στον καθηγητή μου και είπε μου ότι βρήκα το δικό μου στυλ.
Έμενα Παγκράτι και η σχολή μου ήταν στου Ρέντη. Ήθελα περίπου μία ώρα να πάω στη σχολή. Είχα πάντα ακουστικά και παρατηρούσα τον κόσμο, είχε άλλους χαρούμενους, άλλους λυπημένους. Νομίζω, γι’ αυτό ασχολήθηκα τόσο με τη φιγούρα και άρχισα να αποτυπώνω το τι μου έβγαζε ο κόσμος. Θυμούμαι ότι ήταν τότε που σκοτώθηκε από τον αστυνομικό ο Αλέξης Γρηγορόπουλος και ήταν περίεργα τα πράματα. Είχα πάει στις διαδηλώσεις τότε, επειδή σκοτώθηκε ένας ανήλικος».
Από οικογένεια καλλιτεχνών
Καταλυτικό ρόλο στην πορεία που ακολούθησε, είναι φανερό πως διαδραμάτισαν οι γονείς του και το γεγονός ότι δεν έβαλαν ποτέ φραγμούς, στην επιθυμία του να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
«Η μητέρα μου τέλειωσε σχεδιάστρια μόδας και ο παπάς μου είναι ο ηθοποιός Φοίβος Γεωργιάδης. Ο πατέρας μου έκανε κυρίως θέατρο, αλλά δούλεψε και στην τηλεόραση. Πάντα λέει, “προτιμώ να έχω πιο μικρό ρόλο και να του δώσω όση σημασία έδινα στον πρωταγωνιστικό”.
Νομίζω δεν έπαιξε τόσο ρόλο το ότι ήταν καλλιτέχνες οι γονείς μου, αλλά το ότι ήταν ανοικτόμυαλοι και μας έλεγαν με την αδερφή μου ότι η ζωή είναι δική μας και θα στηρίξουν ότι απόφαση πάρουμε».
Το ροκ μπαρ που τον έκανε γνωστό
Η τέχνη του έγινε ευρέως γνωστή στη Λάρνακα, όταν σχεδίασε τα τραπέζια του θρυλικού ροκ μπαρ της πόλης, Savino.
«Από εκεί ξεκίνησαν όλα και με έμαθαν στη Λάρνακα. Αγαπώ πολύ τη ροκ. Πηγαίναμε από μωρά στο Savino. Αποκτήσαμε φιλική σχέση με το Μούλο (ιδιοκτήτης) και έκαμα τα τραπέζια. Είδαν τα έργα μου πολλοί και πολλοί ήρθαν να τα δουν. Παλιά ο Κυπραίος ένιωθε άσχημα να μπει σε ένα στούντιο ή σε μια γκαλερί για να δει τα έργα και να μην αγοράσει τίποτε. Για μένα, μόνο που θα μπει κάποιος και θα μου πει ότι του αρέσει ένα έργο, δεν μπορεί να φανταστείς πως με κάνει να νιώθω. Είναι δευτερεύον να αγοράσεις. Σε κάποιους λέω να αγγίξουν πάνω στους πίνακες και ότι δεν έχω πρόβλημα. Μου αρέσει να δίνω χαρά στον άλλο. Αυτό με γεμίζει παραπάνω…».
Αυτό που κάνει ξεχωριστό τον Γιώργο Γεωργιάδη, είναι πως δεν θέλει να παρέμβει καθόλου στη σχέση του θεατή με τα έργα του. Δεν βάζει τίτλους και δεν τους κατατάσσει σε κάποιο καλλιτεχνικό ρεύμα. Αφήνει το θεατή να αποφασίσει ο ίδιος τι του προκαλούν.
«Ακούω τον τελευταίο καιρό ότι κάποια έργα μου είναι pop. Δεν με χαλά, γιατί όχι. Δεν με ενοχλεί να βάζει ταμπέλες ο άλλος στους πίνακες μου. Εγώ δεν βάζω. Ούτε τίτλους βάζω. Ότι βγάζει του καθενός. Αν σου μιλήσει ο πίνακάς μου, καλώς. Δεν θέλω να τον βάλω σε κουτάκια, επειδή κάποιος μπορεί να δει κάτι άλλο. Εγώ κάμνω αυτό το πράγμα επειδή μου αρέσκει και επειδή το αγαπώ».
Φεύγοντας με σταματά στην πόρτα… «Μια φορά με ρώτησαν τι έχω να πω σε κάποιον που δεν πέρασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και σκέφτεται να τα παρατήσει. Απάντησα πως “ πρέπει να τα παρατήσει. Δεν κάμνει, αφού το σκέφτεται”. Όταν θέλεις πολύ κάτι, εν τα παρατάς ποτέ…». reporter
ΠΑΜΕ ΣΤΑ ΠΑΓΩΤΑ ΗΡΑΚΛΗΣ - HERACLIS ΣΤΟ ΠΛΑΤΥ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ 66
(ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ)