RADIO ZENITH - ΡΑΔΙΟ ΖΕΝΙΘ

HONEYMOON CY CYPRUS

VELVET TOUCH PAFOS

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΤΕ 17ΧΡΟΝΟ ΒΑΣΟ ΠΟΥ ΠΙΑΣΤΗΚΕ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ


Οι σειρήνες ήχησαν ξανά για να μας θυμίσουν τα λάθη που έγιναν μέχρι να φθάσουμε στην εισβολή του 1974. Ήχησαν για να τραυματίσουν ξανά τις ψυχές όσων βίωσαν την βάρβαρη τουρκική εισβολή, όσους έχασαν δικούς τους ανθρώπους, όσους ακόμα τους ψάχνουν και όσους αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες, αφήνοντας πίσω τους τα υπάρχοντα τους. 

Κάθε άνθρωπος που έζησε την 20η Ιουλίου 1974, έχει τα δικά του βιώματα φυλαγμένα σε ένα κουτάκι, στα βάθη της ψυχής του. Βιώματα, που όσο κι αν θέλει να τα κρατήσει χωμένα όσο πιο βαθιά γίνεται μέσα του, δεν μπορεί, όταν ακούει τέτοια μέρα εκείνο τον ήχο που ξεκλειδώνει όλες τις μαύρες θύμησες και τον πόνο που έζησε. 


Ένας άνθρωπος που πέρασε το δικό του Γολγοθά στα χέρια των Τούρκων, είναι ο κ. Βάσος Χρίστου, 65 ετών, από το Μπελαπάις, ο οποίος σήμερα διαμένει στο ακριτικό Καϊμακλί. Ήταν μόλις 17 ετών το 1974 και θα καταταγόταν στον στρατό την 20η Ιουλίου, αλλά τον πρόλαβαν τα γεγονότα. Είδε τους Τούρκους να φθάνουν στην Κύπρο από τα ξημερώματα, αιχμαλωτίστηκε, γλύτωσε δύο φορές από το θάνατο και κατάφερε να επιβιώσει. 


Ο κ. Χρίστου, που είναι σήμερα ο πρόεδρος του συνδέσμου Αιχμαλώτων, κατέθεσε στον REPORTER τη δική του μαρτυρία για τον πόλεμο, μέσα από ένα λεπτομερές ημερολόγιο, το οποίο κρατά φυλαγμένο σε εκείνο το κουτί βιωμάτων της ψυχής του. 

Το ημερολόγιο του κ. Χρίστου-Από το πραξικόπημα στην εισβολή


«Κάποιες μέρες πριν τις 15 Ιουλίου ξέραμε ότι θα γίνει Πραξικόπημα, ψιθυριζόταν ότι θα γινόταν. Στις 15 του Ιούλη, εγώ ήμουν στην Κερύνεια και δούλευα ως ηλεκτρολόγος. Εκεί εργάζονταν πολλοί Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι εκείνη τη μέρα δεν ήρθαν. Γύρω στις 8:00 τους πυροβολισμούς. Έτρεξα και πήγα στο χωριό μου, στο Μπέλαπάις. Πέρασαν κάποιες ημέρες, που ήταν απόλυτη ησυχία.


19 Ιουλίου: 


Ήταν ξεκάθαρο ότι θα γινόταν εισβολή. Πήγαμε με κάποιους άλλους στο Αββαείο του Μπέλλαπάις. Θυμάμαι ότι ήταν νύχτα. Απ’ εκεί βλέπαμε τη θάλασσα. Μείναμε μέχρι τις 01:00 τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου και βλέπαμε τα πλοία που έρχονταν. Ήταν σαν ένα μικρό χωριουδάκι μέσα στη θάλασσα. 


Τελικά, αποφασίσαμε να φύγουμε να πάμε να κοιμηθούμε. Το βράδυ ξύπνησα δύο με τρεις φορές, γιατί νόμιζα ότι γινόταν εισβολή. Τελικά, γύρω στις 5:20, εκείνα που έβλεπα στα όνειρά μου έγιναν πραγματικότητα. Τα αεροπλάνα έριξαν τις πρώτες βόμβες περίπου 4-5 χιλιόμετρα από το Μπέλαπάις και μετά στις τορπιλάκατες, στο κάστρο της Κερύνειας. 


Την ημέρα που έγινε η εισβολή εγώ θα καταταγόμουν στρατιώτης με την 56 Β’. Όταν ξεκίνησε η τουρκική εισβολή και καλούσαν να καταταγούν οι στρατεύσιμοι, από ενθουσιασμό και εθνικό φρόνημα που μας καλλιέργησαν από τον καιρό του σχολείου, αλλά και από τα βιώματά μου, από την περίοδο της τουρκανταρσίας μέχρι την μέρα της εισβολής, ήρθαν την 20η Ιουλίου στο μυαλό μου και ήθελα να πάω να βοηθήσω. Δυστυχώς όμως, ήταν η λάθος μέρα και η λάθος ώρα. Το Πραξικόπημα ήταν το μεγάλο λάθος για να αποδυναμωθεί η Εθνική Φρουρά. Αν ήταν οργανωμένα τα σχέδια της Εθνικής Φρουράς, δεν επάταν πόδι του Τούρκου. Δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες, για να γίνει ότι έγινε. 


Πήγα στην 33η Μοίρα Καταδρομών, για να καταταγώ. Εκεί έβλεπες μια αταξία, δεν υπήρχε συντονισμός. Απέναντι στην Μοίρα είχε ένα τραπέζι και όσοι έφεδροι ήθελαν να εγγραφούν πήγαιναν εκεί.  Πήγα κι εγώ, μου είπαν "τι κάνεις εδώ"; Τους είπα "ήρθα να βοηθήσω όπως μπορώ". Τότε με ρώτησαν αν ξέρω να κρατώ όπλο, τους είπα "όχι" και τότε μου απάντησαν ότι θα ήμουν τραυματιοφορέας, θα μεταφέρω πυρομαχικά και λοιπά.  


Αμέσως μου έδωσαν μια ρόμπα με κόκκινο σταυρό και τη φόρεσα. Mε έστειλαν να μεταφέρω τους τραυματίες από το Νοσοκομείο της Κερύνειας. Έτσι κι έκανα. Τα ασθενοφόρα μετέφεραν τους τραυματίες κάτω από το Αββαείο του Μπέλαπάις. 

20 Ιουλίου ώρα 7:00-7:30 το πρωί:  


Έφθασαν οι πρώτοι καταδρομείς υπό τον Γεώργιο Κατσάνη και προσπαθούσαν να οργανωθούν. Μετά από κάποιες ώρες, γύρω στις 10-11 το πρωί είδαμε ένα αεροπλάνο που έκανε γύρους στην περιοχή και μετά έκανε μια βύθιση και βομβάρδισε φάλαγγα με καταδρομείς που έφθαναν στο σημείο. Τραυματίστηκαν δεκατρία άτομα και τους έφεραν εκεί, όπου προσπαθούσαμε να τους βοηθήσουμε. Δεν χωρούσε το πρόχειρο νοσοκομείο τους τραυματίες και μεταφερθήκαμε στο χώρο της εκκλησίας, όπου γίνονταν μικρές εγχειρήσεις. Την πρώτη νύχτα θυμάμαι ότι την περάσαμε μέσα στην εκκλησία.


21 Ιουλίου: 


Μου ανέθεσαν με ένα άλλο στρατιώτη να πάω στο δίστρατο της Κερύνειας, που οδηγούσε στον Άγιο Επίκτητο, για να ανακόπτουμε τα οχήματα που έρχονταν στο Μπελαπάις, γιατί δεν είχε άλλο χώρο για να φιλοξενήσουμε κόσμο. Σε κάποια στιγμή, ερχόταν ένα φορτηγό γεμάτο γυναικόπαιδα, από τον Άγιο Γεώργιο. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένα αεροπλάνο, έκανε βύθιση και τότε εμείς τους είπαμε να πάμε μαζί τους, προς το Μπελαπάις. Το αεροπλάνο έκανε άλλο ένα γύρο και μας πρόλαβε σε ένα ανήφορο και ήρθε ακριβώς από πάνω μας. Έριξε μια βόμβα, η οποία έπεσε δίπλα μας, σε ένα ποταμό, που σήκωσε ένα μαύρο καπνό. Άκουγες φωνές, άκουγες τσιριλλιές. Φοβήθηκα, αλλά ευτυχώς γλυτώσαμε. Τελικά φτάσαμε στο Μπελαπάις, άλλοι πήγαν σπίτι μου, άλλοι σε άλλα σπίτια και τους φιλοξενήσαμε. 


Δευτέρα 22 Ιουλίου:  


Είχε δοθεί εντολή να συμπτυχθούν οι μοίρες καταδρομών, για να σταματήσουν την απόβαση στο Πέντε Μίλι. Γύρω στο μεσημέρι της Δευτέρας, οι Τούρκοι με ένα αντιτορπιλικό πήγαν στο Καζάφανι και έκαναν μια μικρής έκτασης απόβαση, αφού προηγουμένως είχαν χτυπήσει σε διάφορα σημεία της περιοχής, όπως για παράδειγμα σε ένα σημείο του βουνού που έγραφε Ελλάς-Κύπρος-Ένωσις. Μόλις έκαναν την απόβαση οι Τούρκοι, όσοι ήταν στο στρατόπεδο της περιοχής, άρχισαν να φεύγουν. Εμείς βλέπαμε τους Τούρκους που έφταναν στο Καζάφανι με λαστιχένιες λέμβους και τους περίμεναν οι Τουρκοκύπριοι, για να τους δείξουν τους δρόμους. Εκεί, οι Τούρκοι έπαιρναν αιχμαλώτους που προσπαθούσαν να φύγουν προς τα ανατολικά και έγινε ένα μακελειό. Το Καζάφανι έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο. Κάποιους τους εκτελούσαν εν ψυχρώ, κάποιους τους αιχμαλώτισαν και τους κράτησαν για μια νύχτα. Την επόμενη μέρα τους έβαλαν φάλαγγα κατ’ άνδρα και τους οδήγησαν μέσα από το Καζάφανι και τους πήραν στον Άγιο Αντώνιο και τους εκτέλεσαν. Γλύτωσε ένας, που τον έσωσε ένας Τουρκοκύπριος και μετά αυτός ο άνθρωπος έδειξε το χώρο που βρέθηκε ένας ομαδικός τάφος.  Τη Δευτέρα το απόγευμα έγινε εκεχειρία. 


Τρίτη 23 Ιουλίου:  


Ξυπνήσαμε το πρωί της Τρίτης στο νοσοκομείο και είδαμε απ’ εκεί ότι το Καζάφανι ήταν ολοκόκκινο από τις σημαίες. Δεν είχε σπίτι, δέντρο ή στύλο της Ηλεκτρικής που δεν είχε τουρκική σημαία.  


Γύρω στις 10:00 ξεκίνησαν να προχωρούν προς το Μπελαπάις οι Τούρκοι και οι κάτοικοι αρχίσαν να αντιστέκονται με ότι όπλα είχαν. Οι Τούρκοι χτυπούσαν με μπαζούκες και αντιαρματικά για περίπου μιάμιση ώρα. Έγινε ένα πανζουρλισμός. Κάποιοι, που ήταν πιο ψύχραιμοι είπαν στους δικούς μας να σταματήσουν, γιατί αν έμπαιναν μέσα στο χωρίο οι Τούρκοι, θα γίνονταν εγκλήματα. Έτσι κι έγινε. Οι Τούρκοι πήγαν και κατέλαβαν το στρατόπεδο της 33 Μοίρας Καταδρομών.  


Τετάρτη 24 Ιουλίου:  


Ήρθε εντολή μέσω του ΟΗΕ, για να εγκαταλείψουν το Μπέλαπαις όσοι είχαν όπλο, γιατί θα έμπαιναν οι Τούρκοι στο χωριό και θα γινόταν μακελειό. Τότε, άρχισαν πολλοί να φεύγουν κακήν κακώς προς πάσα κατεύθυνση. Οι Τούρκοι απέκοψαν πολλές διαβάσεις κι εγώ ξεκίνησα να φύγω μαζί με άλλους από την περιοχή. Βγήκαμε μέχρι το ύψωμα της Αγίας Μαρίνας και είπαμε ότι θα πηγαίναμε προς το Βουφαβέντο. Εγώ ήμουν με τις παντόφλες, τους είπα προχωράτε και θα πάω σπίτι να βάλω παπούτσια και να επιστρέψω. Όταν πήγα σπίτι, είπα της μάνας μου θα φύγω. Έπεσε στα πόδια μου και μου έλεγε, “γιε μου, χρυσέ μου, που να φύεις τζαι να με αφήκεις”. Τελικά έμεινα με τη μάνα μου. Όσοι έφυγαν εκείνη τη μέρα, σήμερα είναι αγνοούμενοι. Χάθηκαν την ώρα που κατέβηκαν στην Κυθρέα και πήγαιναν προς το Συγχαρί.  


Πέμπτη 25 Ιουλίου:  


Το πρωί επικρατούσε μια ανήσυχη ηρεμία στο Μπελαπάις. Είχε μόνο ένα στρατιώτη. Πήγα κοντά του, είχε ένα Fiat εκεί βρισκόταν και από αυτό έλειπε ένα λάστιχο, το οποίο ήταν κουμπημένο πάνω σε ένα τοίχο. Ένωσε τα σύρματα ο στρατιώτης, ξεκίνησε το αυτοκίνητο και είπαμε να βάλουμε το λάστιχο και να φύγουμε. Πήγα σπίτι, ζήτησα της μάνας μου τα εργαλεία για να το βάλουμε και με ρώτησε τι θα τα έκανα. Με παρακάλεσε ξανά να μείνω. Τελικά πήγα στον καφενέ του χωριού, βρήκα ένα σταυρωτό κλειδί από ένα άνθρωπο που ήταν εκεί, αλλά μέχρι να επιστρέψουμε, το λάστιχο εξαφανίστηκε. Δεν το βρίσκαμε. Έτσι επέστρεψα να πάρω το σταυρωτό κλειδί του ανθρώπου, αλλά μέχρι να τον έβρω και να του το δώσω, ο στρατιώτης έφυγε. Τελικά, το λάστιχο όπως έμαθα μετά από ένα χρόνο, το πήρε η μάνα μου για να μην φύγω και το έφερε μαζί της, το Δεκέμβρη του 1975, όταν έφυγε τελικά από το Μπελαπάις. Ήταν η δεύτερη φορά που με απέτρεψε να φύγω και με γλύτωσε, γιατί οι υπόλοιποι που έφυγαν, είναι αγνοούμενοι. Από τις 25 Ιουλίου μέχρι τις 2 Αυγούστου μείναμε εγκλωβισμένοι στο χωριό.


2 Αυγούστου:


Το πρωί είπαν κάποιοι να κόψουμε ένα δρόμο, για να μην μπαίνουν οι Τούρκοι στο χωριό ότι ώρα θέλουν και να κάνουν ότι θέλουν, όπως γινόταν τις προηγούμενες μέρες. Πήγαμε σε ένα σημείο και οι Τούρκοι ήταν σε απόσταση 20 με 50 μέτρα. Μας έβλεπαν. Κατέβηκαν και μας έπιασαν, ήμασταν πέντε έξι νεαροί. Μας πήραν στην πλατεία του χωριού και άρχισαν να μαζεύουν τους κατοίκους. Τα γυναικόπαιδα τα έβαλαν σε ένα εστιατόριο, εμάς που ήμασταν κάτω από τριάντα χρονών στο χώρο του Αββαείου του Μπέλαπάις και τους 30 μέχρι 55 χρονών , σε λεωφορεία και τους πήραν σε μια μάντρα στην Αγύρτα. 


Εμείς μείναμε για τρεις-τέσσερις ώρες στο Αββαείο. Γύρω στις 13:00, ήρθε ένας αξιωματικός και μου είπε "Sen Gel" (εσύ έλα), λέω στο διπλανό μου "φωνάζει σου". Ξαναλέει το ίδιο και με έδειχνε. Πήγα κοντά του και με πήρε μαζί με δύο Τούρκους στρατιώτες, έξω από την πόρτα της εκκλησίας. Φοβήθηκα. Είπα, "Παναγία μου γλύτωσε με που τα χέρια τους και να σου φέρω μια λαμπάδα ίσια με το μπόι μου". 


Τότε ο αξιωματικός άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις σε άπταιστα ελληνικά: 


-Είσαι στρατιώτης;


-Όχι πάω σχολείο.


-Πού είναι οι στρατιώτες, ήρθε στρατός; 


-Όχι


-Κρύβουν κάπου οπλισμό; 


 -Όχι


Εκείνη τη στιγμή βλέπαμε ένα Τούρκο στρατιώτη που προσπαθούσε να κατεβάσει την σημαία, για να ανεβάσει τουρκική. Ο στρατιώτης χτυπούσε πάνω στον ιστό για να σπάσει το σιδερένιο σταυρό και έκοψε το χέρι του. Μου λέει ο αξιωματικός να πάς να υψώσεις τη σημαία. Του λέω "εγώ"; Μου λέει "ναι". Έμεινα τον έβλεπα και μου λέει, "δεν θέλεις να το κάμεις ένεν;" Του έγνεψα σαν να του έλεγα "εσύ τι λες"; Μου λέει "κι εγώ το ίδιο θα έκανα σαν εσένα".


Μετά με ρωτούσε για τον πάτερ του χωριού, ήθελε να τον βρει και με έβαλε μαζί με τρεις στρατιώτες να πάμε να του δείξω που είναι το σπίτι του. Περάσαμε από την πλατεία του χωριού και ήταν εκεί η μάνα μου. Δεν θα ξεχάσω, μέχρι σήμερα, το μούγκρισμα και τα αναφιλητά της μάνας μου. Με πήραν να τους δείξω και σε κάποιο σημείο τους είπα ότι πρέπει να κατεβούμε από το αυτοκίνητο, για να πάμε περπατητοί. Τότε με έβαλαν να βάλω τα χέρια στο κεφάλι και να ακουμπήσω στον τοίχο. Εγώ που το φόβο μου ήταν να κατουρήσω πάνω μου. Μετά από 15-20 λεπτά μου είπαν θα πάμε, αλλά αν μας βάλεις σε ενέδρα θα σε παίξουμε. Πήγαμε προς το σπίτι και  πριν φτάσουμε βρήκαμε ένα άλλο σπίτι, που ήταν μέσα ένας άνδρας με τη σύζυγό του. Τους έπιασαν κι αυτούς, μετά πιάσαμε και την οικογένεια του παπά και πήγαμε προς το χωριό. Στην πορεία βρήκαμε κι άλλους, καμιά πενηνταριά άτομα. 


Αφού φτάσαμε στο Αββαείο, μας έβαλαν φάλαγγα κατ' άνδρα, μας έδεσαν τα χέρια και ξεκινήσαμε πορεία μέχρι που πήγαμε στη Lady (έπαυλη, δεύτερος λόχος του 251 Τάγματος). Εκεί, μας έκλεισαν και τα μάτια μας. Μας είπαν κάτσετε. Εκείνη την ώρα τι περιμένεις όταν σου λέει έτσι; Δεν μιλούσε κανένας. Διψούσαμε, πιάναμε το σάλιο και προσπαθούσαμε να βρέξουμε τα χείλη μας για να ξεδιψάσουμε. Μετά από λίγη ώρα, ήρθαν κάτι φορτηγά και όπως μας είχαν δεμένους, έσυρναν μας πάνω στα φορτηγά. Αφού μας έκλεψαν ότι είχαμε πάνω μας, μας πήραν στη μάντρα της Αγύρτας, εκεί όπου είχαν πάρει τους άνδρες από 30 μέχρι 55 χρονών, από προηγουμένως. Μόλις κατεβήκαμε, ζητήσαμε νερό. Μας είπαν "εκεί που θα πάτε δεν θα θέλετε ούτε φαΐ, ούτε νερό, ούτε τίποτε". Σιωπήσαμε, τι να πούμε. Τελικά μας άφησαν να πιούμε νερό και τη νύχτα κοιμηθήκαμε χαμέ μέσα στα κόπρια των ζώων. 

3 Αυγούστου: 


Ήρθαν και μας έφεραν ένα κομμάτι ψωμί του καθενός και μας έβαλαν και δύο ελιές, το ίδιο συνέβη και το απόγευμα. Αυτό γινόταν για συνολικά έξι μέρες, όσο μέναμε εκεί στη μάντρα. 


8 Αυγούστου: 


Μας πήραν πίσω στο Μπελαπάις. Εκεί, ο Τούρκος αξιωματικός που ανέλαβε, είπε μας, για σας ο πόλεμος τέλειωσε. Θα μείνετε εδώ και να μην φοβάστε τίποτα. Πηγαίναμε πρωί και απόγευμα στην πλατεία και μας κατέγραφαν. Αυτό κράτησε για δεκατέσσερις μέρες.


22 Αυγούστου:


Το πρωί εκείνης της μέρας ο στρατός άρχισε να χτυπά τις πόρτες και μάζευαν στην πλατεία, όσους ήταν από 15 μέχρι 55 χρονών. Στην πλατεία μας ανακοίνωσαν ότι θα μας έπαιρναν αιχμαλώτους στην Τουρκία. Μπήκαμε σε λεωφορεία και φτάσαμε στην Κερύνεια κι απ' εκεί στη Λευκωσία και μετά στο Κιόνελι, για να καταλήξουμε στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία. Μας έδωσαν από μια κουβέρτα και μειίαμε εκεί για άλλες οκτώ ημέρες.


31 Αυγούστου: 


Οι Τούρκοι φώναξαν κάποια ονόματα, ανάμεσα στα οποία και το δικό μου. Όσους φώναξαν, μας πήραν στο Πέντε Μίλι, μπήκαμε σε αποβατικό πλοίο και φτάσαμε στην Μερσίνα. Μετά, με στρατιωτικά αυτοκίνητα φτάσαμε στις φυλακές των Αδάνων. Ήμασταν η τελευταία αποστολή που πήγε στα Άδανα, δεν περάσαμε όσα πέρασαν άλλοι. Υπήρχαν μαρτύρια, αλλά δεν ήταν όπως αυτά που έζησαν προηγούμενες φουρνιές. Μας έδιναν φαγητό, νερό και μας κράτησαν εκεί για δέκα μέρες.


10 Σεπτεμβρίου: 


Φώναξαν ονόματα και πάλι ήμουν μέσα σε αυτά. Μας ανακοίνωσαν ότι θα επιστρέψουμε στην Κύπρο και μας μετέφεραν στη Νεάπολη Λευκωσίας, στις παράγκες της ΚΕΟ. Μας άφησαν εκεί για έξι με επτά μέρες, με πενιχρό φαγητό και νερό. 


16 Σεπτεβρίου-19 Σεπτεμβρίου: 


Στις 16 Σεπτεμβρίου μας πήγαν στην Παλαίστρα, όπως ονομαζόταν, στο Καϊμακλί, όπου υπήρχαν και άλλοι αιχμάλωτοι και τρεις μέρες μετά, στις φυλακές στο Σεράι. Έμεινα σε ένα κελί με επτά άτομα, που ήμασταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Για έξι μέρες μείναμε στις φυλακές και θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα Τούρκο αστυνομικό, που μας πρόσεχε και μας έφερνε κάθε πρωί βραστό κουλούρι και μας το έδινε από το παράθυρο να φάμε. Ήταν σαν μάννα εξ' ουρανού, μετά από τόση ταλαιπωρία. 


25 Σεπτεμβρίου: 


Ήρθε εντολή να απολυθούμε. Μας έβγαλαν από τις φυλακές και μας έβαλαν σε λεωφορεία. Αρχίσαμε να χτυπάμε γυρούς στη Λευκωσία και σε κάποια στιγμή φτάσαμε στο Λήδρα Πάλας. Τα λεωφορεία στήθηκαν απέναντι απέναντι. Από τη μια εμείς κι από την άλλη οι Τουρκοκύπριοι. Κατεβαίναμε από τα λεωφορεία και συναντιόμασταν στη μέση με τους Τουρκοκύπριους. Πηγαίναμε εμείς να μπούμε στα λεωφορεία τους κι εκείνοι στα δικά μας. 


Υπήρχε πλήθος κόσμου και μας έτρεχαν με φωτογραφίες δικών τους, που τους έψαχναν. Τα λεωφορεία μας μετέφεραν από το Λήδρα Πάλας, προς το Δημοτικό Θέατρο, την Ελληνική Πρεσβεία, περάσαμε τη Γρίβα Διγενή και από τον αστυνομικό σταθμό Λυκαβητού στρίψαμε αριστερά και φθάσαμε στην ξενοδοχειακή σχολή. Μόλις φτάσαμε ήταν ένα μαρτύριο. Συγγενής αγνοουμένων, γυναίκες αγνοουμένων, οι γονείς τους, μας παρακαλούσαν να τους πούμε κάτι για τους δικούς τους. Δεν ξέραμε, αλλά ακόμα και για όσους ξέραμε, τι να τους πούμε; Για μένα αυτές οι εικόνες καρφώθηκαν στη μνήμη μου. 


Μπήκαμε στη ξενοδοχειακή σχολή, κάναμε εμβόλιο, μπάνιο και μετά μας έδωσαν φαγητό. Αφότου φάγαμε, μας έδωσαν δύο λίρες και βγήκαμε έξω. Για να πάμε που; Στο άγνωστο. Οι περισσότεροι έβρισκαν δικούς τους, εγώ έβλεπα δεν έβρισκα κανένα. Τελικά, βρήκα ένα θείο μου. Φιληθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε και του είπα "που να πάμε"; Μου είπε ότι εκείνος και η οικογένεια του πήγαν στη Λεμεσό και μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Του ζήτησα να με πάρει στον Άγιο Παύλο, που έμενε η αδελφή μου, με μια θεία μου και έτσι άρχισε σιγά σιγά η ζωή μου. 


Το 1975 αποφάσισα να υπηρετήσω στο στρατό, για να έχω ένα πιάτο φαΐ, ένα κρεβάτι να κοιμούμαι, μέχρι να δω τι θα έκανα. Στις 18 Δεκεμβρίου 1975, είδα ξανά τη μάνα μου, η οποία έφυγε από το Μπελαπάις, γιατί τους εκβίαζαν οι Τούρκοι ότι αν δεν έφευγαν, δεν θα τους άφηναν να πάρουν τα πράγματα από τα σπίτια τους. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε μετά από ενάμιση χρόνο. Ενοικιάσαμε ένα σπίτι στον Άγιο Δομέτιο και εγώ υπηρέτησα 13 μήνες και μετά αποφασίστηκε να απολυθούν όσοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου...» 

«Οι Τούρτζιοι εν δαμέ" τζαι έραψεν τον»


Πέρα από τα όσα έζησε, ο κ. Χρίστου, κατέθεσε στον REPORTER και κάποιες μαρτυρίες που του διηγήθηκαν άλλα πρόσωπα, για εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι στο Καζάφανι, εκεί όπου υπάρχουν ομαδικοί τάφοι, οι οποίοι δεν ανοίχθηκαν και ίσως δεν ανοιχθούν ποτέ. 


Ο ίδιος χαρακτήρισε το Καζάφανι ως ένα απέραντο νεκροταφείο, αφού οι Τούρκοι μετά την απόβαση που έκαναν, εκτελούσαν εν ψυχρώ Ελληνοκύπριους.  Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση καταδρομέα, που βρέθηκε στο δίστρατο του Καζαφανιού. 


«Ο δολοφόνος του, που κοκορεύεται ότι τον σκότωσε, μου είπε ότι κατέβηκε ένας κομάντο από ένα αυτοκίνητο και τον ρώτησε που εν οι Τούρτζιοι; Και εκείνος του απάντησε "οι Τούρτζιοι εν δαμέ" τζαι έραψεν τον. Πήγα και κατέθεσα το περιστατικό και βρέθηκε στο δίστρατο του Καζαφανιού. Ήταν ο καταδρομέας, Χρίστος Κυρατζιής. Τώρα, αυτός ο Τουρκοκύπριος, έχει το θράσος να έρχεται στις ελεύθερες περιοχές και να τον περιθάλπουν στο Ογκολογικό. Ενημέρωσα την ΚΥΠ και το εξέτασαν. Η απάντηση που πήρα ήταν “τι θέλεις να κάμουμε τωρά”; 


Άλλη μαρτυρία που έχω είναι από τον θείο μου Φοίβο Χρήστου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή. Μου είπε ότι μετά την αιχμαλωσία και τον εγκλωβισμό του, πήγε να μαζέψει ελιές κάτω από το σπίτι του, στο Καζάφανι. Στο πηγάδι του Παπαδάμου, όπως λεγόταν, υπήρχαν γύρω γύρω άρβυλα και μέσα το πηγάδι. Εκτέλεσαν 25-30 στρατιώτες και τους έριξαν μέσα στο πηγάδι. Μετά, έριξαν μια χειροβομβίδα μέσα και το πηγάδι σκεπάστηκε και έμεινε μια τρύπα δύο με τρία μέτρα. Σήμερα στο χωράφι που ήταν το πηγάδι έκτισε ένας Τούρκος σπίτι και απαγορεύει να γίνουν εκταφές».  REPORTER CY