RADIO ZENITH - ΡΑΔΙΟ ΖΕΝΙΘ

HONEYMOON CY CYPRUS

VELVET TOUCH PAFOS

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

ΑΠΟ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΕ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΩΝ 59 ΕΥΡΩ


 «Ένα παράπονο μεγάλο που έχω από την Πολιτεία είναι ότι εγώ ήμουν αιχμάλωτος πολέμου, που σημαίνει ότι με πήραν σε άλλη χώρα, με βασάνισαν και με έφεραν πίσω. Έρχεται η Πολιτεία και δίνει επίδομα για όσους ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Μελετώντας το θέμα κατάλαβα ότι όλη η Κύπρος παίρνει επίδομα πολέμου».

Αυτά τα λόγια ανήκουν στον 67χρονο Ιωάννη Παϊτάρη, πρόσφυγα από τον κατεχόμενο Κοντεμένο, που διαμένει σε ένα προσφυγικό συνοικισμό στον Στρόβολο, τα τελευταία 47 χρονιά. Είναι ένας άνθρωπος που πολέμησε για την πατρίδα του, έχασε τα πάντα το 1974 και σήμερα διαβιεί ως πολίτης… τρίτης κατηγορίας, σε κυβερνητική πολυκατοικία, η οποία χρειάζεται ανοικοδόμηση ή κατεδάφιση.


Ο κ. Παϊτάρης ήταν ένα από τα επτά παιδιά της οικογένειάς του και το 1974, σε ηλικία 20 ετών, ανέμενε την απόλυσή του από το στράτευμα. Αντ’ αυτού, στις 15 Ιουλίου συνέβη το πραξικόπημα και πέντε ημέρες αργότερα έγινε η εισβολή, με αποτέλεσμα να βρεθεί μαζί με το τάγμα του στο Μπελαπάις, ώστε να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα του νησιού.


«Στην πρώτη εισβολή κάναμε οπισθοχώρηση από το Μπελαπάις και συναντήσαμε την 33η Μοίρα Καταδρομών, που ήξεραν την περιοχή. Απ’ εκεί αποφασίσαμε να ανέβουμε στην Χαλεύκα. Στην πορεία βρήκαμε άλλα στρατόπεδα και ενωθήκαμε.


Ακολούθως μεταβήκαμε στο ένατο τακτικό συγκρότημα στη Λευκωσία, όπου και έγινε ανασυγκρότηση. Μετά εμένα με έστειλαν στον Προφήτη Ηλία, στην περιοχή του Αγίου Ιλαρίωνα. Ήμασταν σε ένα οροπέδιο απέναντι από τον Άγιο Ιλαρίωνα και δεν είχε τόπο να κρυφτούμε. Μας είπαν σκάψετε να δημιουργηθεί πρόχωμα. Διερωτήθηκα πως θα σκάβαμε με ένα μαρτίνι στο χέρι. Τότε σκέφτηκα και είπα ότι η κατάσταση είναι επικίνδυνη. Τελικά περάσαμε δύο τρεις μέρες εκεί, ευτυχώς γλυτώσαμε και στη συνέχεια κάναμε ξανά οπισθοχώρηση».


Από την Κυθρέα, αιχμάλωτοι στα Άδανα


Τελικά επέστρεψαν ξανά στο ένατο τακτικό συγκρότημα και απ’ εκεί τους μετέφεραν στο βουνό Κουτσοβέντι. Τότε άρχισε η δεύτερη εισβολή και οι αρμόδιοι τους διέταξαν εκ νέου να οπισθοχωρήσουν.


«Καταλήξαμε στην Κυθρέα. Ο λοχαγός που ήταν μαζί μας, μας είπε να πάμε να κοιτάξουμε μόλις νύχτωνε, που είναι οι Τούρκοι. Πήγε λοιπόν ο λοχαγός με δύο στρατιώτες στο δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου και όταν επέστρεψε, μας είπε ότι είναι γεμάτος άρματα.


Τότε, μας έδωσε δύο επιλογές. Η μια ήταν να φύγουμε το βράδυ, η δεύτερη ήταν να μείνουμε και να πιαστούμε αιχμάλωτοι ή αν ζήσουμε, ζήσαμε. Μας ρώτησε έναν προς έναν τι να κάνουμε; Ήμασταν περίπου 60-70 άτομα. Εμείς τον ρωτήσαμε ποιες είναι οι πιθανότητες να γλυτώσουμε αν φύγουμε βράδυ; Μας είπε μηδέν. Το μηδέν σημαίνει θάνατος. Αν μέναμε, η πιθανότητα να γλυτώσουμε ήταν ένα από τα εκατό. Ε μα από το μηδέν, το ένα ήταν καλύτερο. Τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε».


Άλλαξαν ρούχα, πέταξαν οτιδήποτε καταδείκνυε ότι ήταν στρατιώτες και μπήκαν στα σπίτια της περιοχής. Για κακή τους τύχη όμως, το επόμενο πρωί έγιναν αντιληπτοί από τους Τούρκους. Ένας αξιωματικός και δύο στρατιώτες τους εντόπισαν στην περιοχή.


«Μόλις τον είδαμε σηκώσαμε λευκό πανί και τα χέρια μας πάνω, δείχνοντας ότι παραδινόμαστε. Μας κράτησαν μέχρι τη νύχτα εκεί στην περιοχή της Κυθρέας και μετά μας πήραν στην εκκλησία του Νέου Χωρίου. Εκεί λήστεψαν ότι είχαμε πάνω μας. Από σταυρούς μέχρι χρήματα. Ότι μπορείτε να φανταστείτε. Στις 15 Αυγούστου, μας πήραν στο γκαράζ του Παυλίδη, που ήταν στον τουρκικό τομέα, όπου παραμείναμε για δύο με τρεις μέρες.


Στο τέλος μας φόρτωσαν στα πλοία και μας πήραν στα Άδανα. Καθ’ όλη τη διάρκεια μέχρι να φτάσουμε τα πράγματα ήταν ήρεμα, όμως όταν φτάσαμε μας περίμεναν οι Τούρκοι να μας λιντσάρουν. Φάγαμε πολύ ξύλο. Λίγες μέρες μετά μας μετέφεραν στις φυλακές στα Ατίαμα. Εμείς δεν ξέραμε τι γινόταν στην Κύπρο και οι Τούρκοι μας κορόιδευαν ότι επήλθε ειρήνη και πως θα επιστρέψουμε στο σπίτι μας».



Η επιστροφή και η συνάντηση με την αδελφή του 


Μια μέρα, δεν θυμάται μετά από πόσο καιρό, οι Τούρκοι τους είπαν ότι θα επέστρεφαν στην Κύπρο, ωστόσο δεν τους πίστεψαν, γιατί το ίδιο τους είχαν πει κι άλλες φορές προηγουμένως.


Τελικά εκείνη τη φορά ήταν αλήθεια, αφού λίγο αργότερα τους φόρτωσαν σε ένα πλοίο και τους μετέφεραν πίσω στην Κύπρο.


«Μας κράτησαν και πάλι στο γκαράζ του Παυλίδη και από εκεί απελευθέρωναν λίγους λίγους, ως ανταλλαγή με Τούρκους αιχμαλώτους. Πριν μας αφήσουν όμως έπρεπε να δηλώσουμε αν θα πηγαίναμε στο χωριό μας ή στις ελεύθερες περιοχές. Πήρα στα χέρια μου τον κατάλογο και διαπίστωσα ότι δύο από τα επτά αδέλφια μου ήταν εγκλωβισμένα στο χωριό μας. Άρα είπα δεν θα πάω στον Κοντεμένο.


Τελικά επέλεξα να έρθω στις ελεύθερες περιοχές. Μας μετέφεραν στην ξενοδοχειακή σχολή στη Λευκωσία. Κάθε φορά που θα πήγαιναν εκεί αιχμάλωτοι να απελευθερωθούν, ενημερωνόταν ο κόσμος, ώστε όσοι έχουν δικούς τους να πάνε εκεί για να τους παραλάβουν. Εκεί βρήκα την αδελφή μου και με πήρε στο σπίτι που έμενε.


Δύο μήνες μετά που φθάσαμε, μας ήρθε μια ειδοποίηση ότι έπρεπε ο πατέρας μου να πάει να παραλάβει μια επιστολή από την Τουρκία. Τελικά ήταν μια επιστολή που έγραψα εγώ πριν μας αφήσουν ελεύθερους, την οποία έδωσα στον Ερυθρό Σταυρό, για να του την παραδώσουν. Εγώ ήρθα στην Κύπρο και η επιστολή ότι ζούσα ήρθε δύο μήνες μετά. Ο πατέρας μου, μου είπε ότι με είχαν ξεγράψει, με υπολόγιζαν στους νεκρούς.


Από τα εξήντα άτομα που ήμασταν στον πόλεμο, μας συνέλαβαν όλους, αλλά έκτοτε δεν είδα σχεδόν κανένα. Σαράντα επτά χρόνια μετά, μόνο ένα βρήκα από εκείνους που ήμασταν μαζί. Ένας άλλος που θυμόμουν, τα οστά του βρέθηκαν πριν κάποια χρόνια και ταυτοποιήθηκαν πέρυσι. Ήταν ο Ιωάννης Σαρρής. Για τους άλλους δεν ξέρω…»


«Δεν θυμούμαι τίποτα…»


Μπορεί να έζησε τόσες πολλές δύσκολες στιγμές στον πόλεμο, αλλά όταν καλείται να μιλήσει για αυτές που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό του, λέει ξεκάθαρα ότι τα διέγραψε όλα από το μυαλό του.


«Ξέχασα τα πάντα από τον πόλεμο. Δεν τα θυμούμαι και ούτε θέλω να τα θυμούμαι. Το μόνο που θυμούμαι ήταν που έγινε το πραξικόπημα, η εισβολή και η αιχμαλωσία. Έκλεισε αυτό το κεφάλαιο μέσα μου».


Αυτό που δεν μπορεί να ξεχάσει όμως, είναι το μεγάλο παράπονο που έχει από την Πολιτεία, η οποία ξέχασε ή καλύτερα εξισορρόπησε τους αιχμαλώτους, με όλους τους υπόλοιπους στρατιώτες που πολέμησαν το 1974.


«Ένα παράπονο μεγάλο που έχω από την Πολιτεία είναι ότι εγώ ήμουν αιχμάλωτος πολέμου, που σημαίνει ότι με πήραν σε άλλη χώρα, με βασάνισαν και με έφεραν πίσω. Έρχεται η Πολιτεία και δίνει επίδομα για όσους ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Μελετώντας το θέμα κατάλαβα ότι όλη η Κύπρος παίρνει επίδομα πολέμου.


Τηλεφώνησα στους υπεύθυνους των αιχμαλώτων πολέμου και τους ρώτησα πόσοι είμαστε οι αιχμάλωτοι και μου απάντησαν δεν ξέρω. Τους λέω πώς γίνεται; Υπήρχε ένα κονδύλι πέντε με δέκα εκατομμύρια και το έδωσαν σε όλη την Κύπρο. Ο ένας πήρε τρία ευρώ, ο άλλος πέντε, ο άλλος δέκα ευρώ. Εμένα είναι 59 ευρώ. Με 59 ευρώ με εξαγοράζεις δηλαδή; Εσύ ο βουλευτής που έκατσες στην καρέκλα σου και πήρες αυτή την απόφαση γιατί συμπεριέλαβες όλη την Κύπρο μέσα σαν αιχμαλώτους πολέμου; Γιατί δεν είπες έχουμε αυτούς τους χίλιους, οι οποίοι θα πάρουν το «Χ» επίδομα και οι υπόλοιποι να μοιραστούν το υπόλοιπο ποσό;


Άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι τραυματίστηκαν και μπήκαν στην ίδια κατηγορία με άλλους που κάθονταν στο Τρόοδος και διασκέδαζαν».

Από αιχμαλωσία σε αιχμαλωσία


Ο κ. Παϊτάρης κατάφερε να επιβιώσει από την αιχμαλωσία των Τούρκων και σαράντα επτά χρόνια μετά, είναι ξανά αιχμάλωτος, αυτή τη φορά στο διαμέρισμα που του παραχωρήθηκε από την Κυβέρνηση, στο συνοικισμό Στρόβολος Β’, μετά τον πόλεμο.


Η πολυκατοικία έχει φθορές και ιδίως τη χειμερινή περίοδο μετά τις βροχές, προκαλούνται τεράστια προβλήματα, τα οποία κανένας δεν νοιάζεται να επιδιορθώσει, πέραν από τους ίδιους τους κατοίκους.


«Είμαστε εδώ στο συνοικισμό Στρόβολος Β’, από το 1976. Είμαι παντρεμένος, έχω τέσσερις κόρες και παλεύουμε να επιβιώσουμε. Είναι δύσκολα τα πράγματα. Αν δείτε το συνοικισμό, είναι ένας συνοικισμός χάλια. Δεν φταίει ο κόσμος. Φταίει η πολιτεία και ο δήμος για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Υπάρχουν πολλά προβλήματα, τα οποία δεν λύνονται.


Τα κυριότερα προβλήματα, είναι ότι ο κόσμος θέλει να στεγαστεί, αλλά οι πολυκατοικίες είναι 47 χρονών και πώς και δεν πέφτουν πάνω μας είναι μυστήριο πράγμα. Θέλουμε ένα κοινοτάρχη που να μπορεί να δουλέψει για τον κόσμο του, χωρίς να θέλω να πω για τον κοινοτάρχη που έχουμε τώρα ότι έχει κάποιο πρόβλημα ο άνθρωπος. Δουλεύει, προσπαθεί, αλλά όταν πηγαίνει στο δημαρχείο και ζητά πράγματα, του λένε δεν μπορεί να γίνει κάτι.


Πλέον οι πιο πολλοί γέροι φεύγουν και τα σπίτια μένουν ακατοίκητα. Αυτή η πολυκατοικία που μένω εγώ, είναι της Κυβέρνησης, δεν είναι δική μου. Μου έδωσαν ένα χαρτί ότι μένω μέσα ως πρόσφυγας. Ούτε να το πουλήσει μπορεί κάποιος, ούτε να το μεταβιβάσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μείνουν τα παιδιά του, αλλά ποιος θα έρθει να μείνει εδώ με αυτή την κατάσταση».

«Τη συντηρούμε μόνοι μας, δεν έχει ασανσέρ»


Οι κάτοικοι, όπως εξηγεί, συντηρούν μόνοι τους τα διαμερίσματα, αλλά και τους κοινόχρηστους χώρους. Αναγκάζονται επίσης να ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες, αφού δεν υπάρχει ασανσέρ και πιστεύει ότι σε λίγα χρόνια θα δυσκολεύεται πάρα πολύ να μετακινείται με τις σκάλες.


«Μας έγραψαν από το 2011, ότι θα την κατεδαφίσουν την πολυκατοικία. Σήμερα έχουμε 2021 και τους είπα, θα πεθάνω και θα περιμένω να την κατεδαφίσετε. Μου απάντησαν “ε όχι κι έτσι κύριε Παϊτάρη”. Από το 2011 είπατε θα τις κατεδαφίσετε και πέρασαν δέκα χρόνια, αλλά δεν έγινε κάτι…


Και να θέλω να διορθώσω μόνος μου το σπίτι, αφού μόνο εγώ εργάζομαι, η σύζυγός μου είναι στο σπίτι. Πώς να τα διορθώσουμε; Ας πούμε τώρα το χειμώνα σπάζουν τα παραθύρια, οι πόρτες, τρέχουν τα νερά. Η κατάσταση είναι δραματική. Κάθε χειμώνα που βρέχει πογιατζίουμε, γιατί μαυρίζουν οι τοίχοι. Διώ 500 ευρώ πογιάτισμα μετά που κάθε χειμώνα. Κάτι πρέπει να γίνει. Ή να τα συντηρήσουμε ή να τα ρίξουμε και να πάμε να μείνουμε αλλού… REPORTER CY