Αντρας παλαιάς κοπής, µύθος στο πάλκο, γενναιόδωρος, ο αγαπηµένος καλλιτέχνης έζησε µια ζωή σαν παραµύθι. Οι θυελλώδεις σχέσεις του, οι τέσσερις γάµοι και το λιµάνι που βρήκε τα τελευταία χρόνια στο πλευρό της Αντζελας Γκερέκου. Οι αγαθοεργίες που έµειναν κρυφές και η στήριξη σε συναδέλφους
Αρχοντας πραγματικός. Ευγενικός, φιλότιμος, μπεσαλής. Και ανοιχτοχέρης παντού. Στην καρδιά, στα λεφτά, στα αισθήματα, στη φωνή, στο κέφι. Με εκείνο το ατόφιο «αντριλίκι» παλαιάς κοπής που είναι συνώνυμο του ήθους. Καλλιτέχνης με τα όλα του, σωστός μύθος στο πάλκο, έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω του μια μεγάλη μουσική παρακαταθήκη και χιλιάδες στροβιλιστικές αναμνήσεις σε ρυθμό 9/8. Αλλά πιο πολύ από ένα νταλκαδιάρικο ζεϊμπέκικο, τη μνήμη του συνοδεύει ένα τεράστιο ρισπέκτ.
Ρομαντικός, ψυχοπονιάρης και αλληλέγγυος, ο ευαίσθητος, αενάως ερωτευμένος και θεοσεβούμενος Τόλης -σταύρωνε πάντα το λαρύγγι του, «Αμήν, Παναγία μου», πριν βγει στη πίστα- ανέβαινε εκείνο το βράδυ, στις αρχές Οκτωβρίου του 2018 στη σκηνή του Ηρωδείου. Γιόρταζε 60 χρόνια επιτυχημένης μουσικής διαδρομής με μια συναυλία που είχε προηγουμένως αναβληθεί και κατόπιν ελάχιστα διαφημιστεί. Ο τραγουδιστής ποτέ δεν επέτρεψε στο εαυτό του να δει τη φάτσα του σε χαρτί ρεκλάμας κολλημένο σε μάντρες και κολόνες. Ανέκαθεν αρκούσε το όνομά του για να γίνει πόλος έλξης του κοινού.
Στο κατάμεστο Ρωμαϊκό Ωδείο καταχειροκροτήθηκε ερμηνεύοντας όλα τα μεγάλα του σουξέ. Τον αποθέωσαν ακόμη και οι millenials. Ο Τόλης είχε καταφέρει στα 78 του χρόνια να ανανεώνει τους θαυμαστές του παραμένοντας ο διαχρονικός λαϊκός βάρδος με την απαράμιλλη σκηνική ισορροπία μεταξύ θεατρικής πρόζας και ερμηνείας. Ποτέ δεν έγινε ένα νοσταλγικό βαθύ αυλάκι στην επιφάνεια ενός δίσκου βινυλίου. Στις πρώτες σειρές η σύζυγός του Αντζελα Γκερέκου με την κόρη τους Μαρία τού χάριζαν μαζί με το πιο θερμό τους χειροκρότημα και βλέμματα θαυμασμού για την ακατάβλητη ζωντάνια του στη σκηνή. Πάντα άλλωστε με την ενέργειά του γέμιζε, δονούσε, «καταβρόχθιζε», σύμφωνα με τον Ζαμπέτα, την πίστα. Από αυτή τρεφόταν η καλλιτεχνική του φλέβα.
Οπως ακριβώς την προσωπική του υπόσταση την τροφοδοτούσε μονίμως ο έρωτας. Και ο έρωτας στον οποίο έριξε μια και καλή αμετακίνητη συναισθηματική άγκυρα στη ζωή του έφτασε, μέσα από τα σαν λέιζερ πράσινα μάτια της καλλονής Αντζελας Γκερέκου, εκτυφλωτικός. Και συνάμα κεραυνοβόλος από την πρώτη κιόλας ματιά. Από εκείνο το ζεστό βράδυ του καλοκαιριού του 1995 στο πατείς με-πατώ σε «On the Rocks» στη Βουλιαγμένη, όταν ο Τόλης (Τόλιος για την οικογένειά του που τον είχε τάξει στο Αγιο Απόστολο τον Νέο του Πηλίου) έδινε ρέστα στην πίστα. Τότε που επανερχόταν ακμαίος, δίνοντας το μοναδικό του τέμπο στη νυχτερινή διασκέδαση. Ηταν η φάση που ξεπερνούσε μια ασφυκτική συμβίωση και επούλωνε τα τραύματα ενός πολύκροτου διαζυγίου.
Είχε αφήσει πίσω του εκείνο τον γάμο από τον Νοέμβριο του 1990, όταν μετά από μακροχρόνια σχέση με την Τζούλια Παπαδημητρίου παντρεύτηκαν στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών της οδού Στησιχόρου, πίσω από το Προεδρικό Μέγαρο με κουμπάρους τον Θεόδωρο και τη Σάσα Βαρδινογιάννη.
Μικρή λεπτομέρεια εκείνης της τελετής: το παρανυφάκι στο μυστήριο ήταν η σχεδόν 5χρονη κόρη των νεονύμφων, αρχικά «καρπός της εκτός γάμου σχέσης τους», την οποία όμως αμέσως με τη γέννησή της ο τραγουδιστής είχε σπεύσει με συμβολαιογραφική πράξη να αναγνωρίσει εκουσίως ως δικό του παιδί. Το ζευγάρι, μάλιστα, την είχε βαφτίσει Χαραλαμπία από το όνομα Χαράλαμπος του πατέρα του Τόλη.
Δικαστική διαμάχη
Πολύ αργότερα ο τραγουδιστής θα ανακάλυπτε ότι η Χαρά δεν ήταν βιολογική του κόρη, οπότε θα ξεκινούσε και τελικά θα κέρδιζε έναν μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα ώστε το παιδί της Τζούλιας να μην μπορεί να φέρει το επώνυμό του. Εκείνη την εποχή ο Βοσκόπουλος δεν είχε ψυλλιαστεί τίποτα. Είχε προηγηθεί το ειδύλλιό του με την όμορφη και έλεγκαντ Τζούλια, άρτι αφιχθείσα στην Αθήνα από το Λονδίνο, που πλέχτηκε στη ρομάντζα του παραθαλάσσιου κέντρου «Ακρωτήρι» στο Ελληνικό. Ερωτεύτηκαν και συγκατοίκησαν αρχικά στα «Αστέρια» της Γλυφάδας, παραδοσιακό καταφύγιο του Τόλη στο οποίο αποσυρόταν από τα πολύβουα εγκόσμια σε χαρές και λύπες, σε ζόρια και μπερκέτια.
Εκείνη ήταν διαζευγμένη από τον ηλικιακά μεγαλύτερό της ταγματάρχη Μιχάλη Αρναούτη, πρώην υπασπιστή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, οπότε αποτέλεσε τεράστια έκπληξη ότι αρραβωνιάστηκαν με τον Τόλη τον Γενάρη του 1985 στο σπίτι του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Γιώργου Κατσιφάρα στη Φιλοθέη. Και ακόμα πιο αναπάντεχο αστροπελέκι εν αιθρία ήταν ότι στην ακολουθία του αρραβώνα παραστάθηκε συμβολικά ως κουμπάρος ο τότε πρωθυπουργός της «Αλλαγής» Ανδρέας Παπανδρέου.
Το πώς προέκυψε αυτή η απρόοπτη κουμπαριά μεταξύ του φιλοβασιλικού, κατά δήλωσή του, αλλά μη πολιτικοποιημένου Τόλη και του σοσιαλιστή ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ συνιστούσε μυστήριο για διαλεύκανση από δυνατούς ντετέκτιβ. Στην πραγματικότητα αμφότεροι μοιράζονταν παρόμοιο κιμπαριλίκι, το οποίο συναντήθηκε και ταίριαξε στο κέντρο «Αθηναία» στη γωνία Αμερικής και Πανεπιστημίου, όπου κάποτε ο Τόλης τραγουδούσε και ο Ανδρέας επισκεπτόταν πού και πού τις μικρές ώρες για να πιει κάνα ουίσκι συνοδεία παρέας και μπουζουκοπενιάς. Ευγενής, ιπποτικός αλλά και αυθεντικό παιδί της πιάτσας, ο τραγουδιστής διέγνωσε στον ορμητικά φιλολαϊκό πολιτικό παραπλήσια με τη δική του προσέγγιση στο λεγόμενο «ασθενές φύλο». Εκτοτε δέθηκε συναισθηματικά μαζί του και σε κάθε ευκαιρία αναφερόταν δημοσίως σε αυτόν αποκαλώντας τον γνήσιο «Λεβένταγα». Ωστόσο οι πρωθυπουργικές ευχές για μακροημέρευση στη σχέση του ζεύγους δεν απέτρεψαν την καταβύθιση του πασίγνωστου αοιδού σε ένα οικογενειακό δράμα, όπως ο ίδιος το βίωνε. Ηταν η ξάστερη εποχή που το κασέ του εργατικού και καλλιτεχνικά πολυσύνθετου Τόλη συναγωνιζόταν εκείνο του Χούλιο Ιγκλέσιας, αλλά συνάμα το θολό φεγγάρι που εμπιστεύτηκε εν λευκώ τα οικονομικά του στη γυναίκα του.
Με άδειες τσέπες
Αλλά έτσι ήταν πάντα ο Τόλης. Ποτέ τα λεφτά δεν ήταν το κίνητρο για να κινητοποιηθεί. Αδιαφορούσε για το χρήμα και πάντα κυκλοφορούσε ανέμελος με άδειες τσέπες. Το εκτόπισμά του δεν ζυγιζόταν με μετρητά. Αλλοι πλήρωναν τους λογαριασμούς, άλλοι κουμαντάριζαν τα συμβόλαια με τις δισκογραφικές, τα μαγαζιά, τα θέατρα, τις κινηματογραφικές παραγωγές. Αλλοι, στο όνομά του, χωρίς ίσως να το γνωρίζει, εκμεταλλεύονταν τα λουλούδια, τις γκαρνταρόμπες, τα πάρκινγκ στις μεγάλες πίστες. Αυτός έκανε απλώς πληρεξούσια και έβαζε αμέριμνος τις τζίφρες. Την ιδιοσυγκρασιακή ευπιστία του, κατ’ άλλους επιπολαιότητα, την πλήρωσε ακριβά κάμποσες φόρες. Ετσι όμως ήταν εκ φύσεως. Το τι έμενε κάθε φορά στο μερτικό του απ’ αυτό το αλισβερίσι ποτέ δεν τον ένοιαξε.
Τα νταραβέρια με το χρήμα και τα λογιστικά τερτίπια ήταν εκτός της οπτικής του. Μια δραχμή ή ένα εκατομμύριο αντιπροσώπευαν γι’ αυτόν το ίδιο νούμερο. Αυτός τα «έφερνε», αλλά ποτέ δεν τα μέτραγε. Μόνο μοίραζε. Απ’ αυτόν ζούσαν φτωχές οικογένειες, ανήμποροι φίλοι, άποροι, παρατρεχάμενοι, άνεργοι επαγγελματίες μουσικοί. Γέμιζε ολόκληρα φορτηγά με τα αναγκαία και τα έστελνε υπό πλήρη εχεμύθεια σε αναξιοπαθούντες. Ο ίδιος νοίκιαζε τις διπλανές καμπάνες όταν έμενε στα «Αστέρια» και τις πρόσφερε για να παραθερίζουν δωρεάν οι οικογένειες ζορισμένων οικονομικά ή ψυχολογικά φίλων του.
Εκεί φιλοξενούσε κάποτε την αλλοτινή δόξα του σινεμά και του θεάτρου Κώστα Χατζηχρήστο. Φίλοι από παλιά με τον βετεράνο κωμικό και ξεπεσμένο οικονομικά θιασάρχη, ο οποίος ξεπερνούσε τότε τα προβλήματα αλκοολισμού, χαλάρωναν παρέα τα μεσημέρια στην καμπάνα 304 πλάι στη θάλασσα. Το αγχολυτικό τους ήταν να κάθονται στη σκιά με τα γυμνά τους πόδια βουτηγμένα σε μια σκάφη και να καθαρίζουν με ένα σουγιαδάκι ραδικοβλάσταρα ρίχνοντας τα κομμένα κοτσάνια σε μια νάιλον σακούλα δίπλα τους. Συντροφιά τούς κρατούσε ένα τρανζιστοράκι που έπαιζε μουσική. Κάθε φορά που ακουγόταν κάποιο άσμα από κάποια φίρμα νέας κοπής η οποία μιμούνταν φωνητικά τον Τόλη, ο Χατζηχρήστος σε στυλ «Θύμιου από τη Μακρακώμη» φώναζε: «Ασουπή»! Και πέταγε το τρανζίστορ στη θάλασσα. Ο Τόλης, συγκινημένος κάθε μα κάθε φορά, τον αγκάλιαζε.
Η φιλία με τον Στράτο
Στεκόταν συμπαραστάτης ως αδελφός, αυτός που είχε 11 αδελφές, σε όποιον αγαπούσε και εμπιστευόταν. Συνδέθηκε με φιλία και αλληλοεκτίμηση με τον Στράτο Διονυσίου. Τον στήριξε στη δικαστική περιπέτειά του και μετά την αποφυλάκιση του Στράτου, την άνοιξη του 1976, οργάνωσε επιμελημένα την επιστροφή του στη διασκέδαση. Του έδωσε την ενθάρρυνση που χρειαζόταν τραγουδώντας μαζί του στο κέντρο «Νοτούρνο» στη Στοά Μπρόντγουαιη. Εκεί, ατσαλάκωτοι, ντυμένοι στην πένα, έβγαιναν ντουέτο στην πίστα τα χαράματα για να τραγουδήσουν το «Αποκοιμήθηκα». Σύνθεση που έγραψε ο Τόλης και την έδωσε να την τραγουδήσει ο Στράτος, για να γίνει το μεγάλο σουξέ που σηματοδότησε το comeback του. Τον επόμενο χειμώνα ο Τόλης τον επέβαλε στην πίστα των «Δειλινών», βάζοντας όρο «ή μαζί του ή ξεχάστε με». Κι όταν κάποτε μια Μεγάλη Παρασκευή ο Τόλης επισκέφθηκε το σπίτι του Στράτου στον Επτάλοφο των Αμπελοκήπων στη Θεσσαλονίκη, οι πιστοί του Επιταφίου εγκατέλειψαν την περιφορά στην τοπική ενορία για να κάνουν σχεδόν λιτανεία για τον «πρίγκιπα». Ολοι γνώριζαν ότι είχε καθαρίσει υπέρ της καλλιτεχνικής επανόδου του γείτονά τους.
Γενναιοδωρία
Ο Τόλης καθάριζε, όμως, και για λογαριασμό των συνεργατών του. Απαιτούσε από τα αφεντικά των μαγαζιών όπου δούλευε η ορχήστρα του και οι σολίστ της να είναι καλοπληρωμένοι και στην ώρα τους, ενώ ήθελε οι σερβιτόροι να αμείβονται δίκαια για να μη ζουν από τα φιλοδωρήματα. Εξάλλου, τα δικά του φιλοδωρήματα ήταν άπαιχτα και εκτός οικονομικής λογικής. Οι καθαρίστριες στις τουαλέτες των νυχτερινών μαγαζιών τον ευγνωμονούσαν, καθώς μετά από κάθε πέρασμά του έστελνε έναν συνεργάτη του να τους αφήσει ένα ή δυο δεκαχίλιαρα στο τασάκι. Την εποχή, μάλιστα, που φοβόταν να πετάξει με το αεροπλάνο και ταξίδευε 30 μέρες με το βαπόρι από την Πάτρα στη Νέα Υόρκη για να δώσει συναυλίες, οι θαλαμηπόλοι διαγκωνίζονταν στην ουρά έξω από την καμπίνα του για το ποιος θα τον πρωτοεξυπηρετήσει. Σαν τα δικά του πουρμπουάρ δεν τους έδινε ούτε σύσσωμη η τραπεζική οικογένεια των Ρότσιλντ. Πάντα ήταν χουβαρντάς και στα δύσκολα και στα εύκολα.
Παρένθεση. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο ίδιος μεσουρανούσε, οι Ελληνες τραγουδιστές αποφάσισαν να δημιουργήσουν το πρώτο τους επαγγελματικό σωματείο. Με προσωρινό προεδρείο και πρώτα ιδρυτικά μέλη, ανάμεσα σε άλλους, τον Λοΐζο, τον Μητσιά, τον Μητροπάνο και τον Νταλάρα, έστησαν αρχικά άτυπα την Ενωση Τραγουδιστών Ελλάδας. Συναποφάσισαν να τσοντάρουν οικονομικά όλοι και να ζητήσουν ενίσχυση από τους πιο καθιερωμένους σταρ. Ενα απόγευμα στη βίλα της Νέας Κηφισιάς που είχε αγοράσει ο παντρεμένος, τότε, με τη Μαρινέλλα Τόλης από τη Ρένα Βλαχοπούλου, κατέφτασαν εκ μέρους του σωματείου η Χάρις Αλεξίου και η Δήμητρα Γαλάνη. Αγουροξυπνημένος ο «πρίγκιπας» της νυχτερινής διασκέδασης τις υποδέχθηκε φορώντας ρομπ ντε σαμπρ στο σαλόνι του σπιτιού, όπου δέσποζε μια φωτογραφία του τέως βασιλιά. «Θέλουμε συνεισφορά για το νεοσύστατο σωματείο», του είπαν με μια φωνή. Ο Τόλης έκανε κόνξες μια και δεν γούσταρε τις αριστερές απόψεις των ιδρυτικών μελών. Ανέλαβε να του «ξηγηθεί σπαθί» ρίχνοντάς τον στο φιλότιμο, που περίσσευε στον Τόλη, η Γαλάνη. Ορθά κοφτά του είπε: «Οταν υπάρχουν συνάδελφοι που πεινάνε, τι είναι για σένα, ρε Τόλη, 10 ψωροχιλιάρικα;». Σαν να κλονίστηκε ο Τόλης. Λαϊκό και πονόψυχο παιδί, είχε στην αρχή της καλλιτεχνικής καριέρας του βιώσει μίζερες καταστάσεις και είχε επηρεαστεί η υγεία του. Αγχος για το μεροκάματο, αγωνία καθημερινής επιβίωσης, κακή διατροφή μέχρι ασιτίας, κατέληξε να χτυπηθεί από φυματίωση με συνεχείς αιμοπτύσεις.
Δύσκολα χρόνια. Τότε, στις αρχές του ’60 που επιβίωνε με τη σύνταξη της πεθεράς του και κοιμόταν με την επί πενταετία πρώτη του σύζυγο Στέλλα Στρατηγού σε μονό ντιβάνι στο πατρικό σπίτι της, ένα προσφυγικό στο Περιστέρι. Ανασύροντας τέτοιες στενάχωρες αναμνήσεις, δεν ήθελε και πολύ για να φουντώσει μέσα του η παροιμιώδης αλληλέγγυα γαλαντομία του. Φώναξε τη σύζυγό του Μαρινέλλα και της ζήτησε να του φέρει έναν φάκελο που είχε στη μέσα τσέπη του σακακιού. Προφανώς περιείχε μέρος, ίσως και το 1/10, από το φουσκωμένο νυχτοκάματό του της περασμένης βραδιάς. Τους το πρόσφερε με μια αρχοντική χειρονομία σε στυλ «χαλάλι, αφού είναι για το γενικό καλό». Οταν οι δύο σπουδαίες τραγουδίστριες τον άνοιξαν είδαν μέσα 100 κολλαριστά χιλιάρικα! Φεύγοντας, τις πρόλαβε τρέχοντας ο Τόλης στην εξώπορτα φωνάζοντάς τους: «Σας χαρίζω και ένα ιδιόκτητο διαμέρισμά μου στη Γ’ Σεπτεμβρίου για να εγκατασταθεί η έδρα του σωματείου ΜΑΣ!».
Εναν χρόνο μετά, στην είσοδο του 1981, κυκλοφορούσε έντονα η φήμη ότι Βοσκόπουλος και Μαρινέλλα
βρίσκονταν στα πρόθυρα του χωρισμού. Θα επιβεβαιωνόταν. Συναντήθηκαν συμπτωματικά το φθινόπωρο του 1973 στην εκπομπή του Γιώργου Κατσαρού -με τον οποίο ο Τόλης είχε συνυπηρετήσει τη θητεία του στην Αεροπορία ως σμηνίτης- στην κρατική τηλεόραση. Η Μαρινέλλα δεν είχε πλέον καμία σχέση με εκείνο το ντροπαλό, μελαχρινό κορίτσι -που το φώναζαν Κίτσα από το «Κυριακή», όπως είναι το όνομά της- που καθόταν άχαρα στην καρέκλα του πάλκου για να κάνει σιγόντα στον Στέλιο Καζαντζίδη.
Ο Τόλης, που μόλις είχε βγει πεισματάρικα από τη φορτισμένη εντάσεις ερωτική σχέση του με τη Ζωή Λάσκαρη, εντυπωσιάστηκε από το μεγαλοπρεπές στυλ της και τον συνάρπασε η τεράστια γκάμα της φωνής της. Εκείνη τη μέρα η σοουγούμαν, πλέον, γύριζε ένα τρέιλερ για μια συναυλία της στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Κάλεσε τον Τόλη να πάει μαζί της ως το Μεγάλο Λιμάνι. Επιστρέφοντας, εκείνος με τη Jaguar του για το Κολωνάκι, εκείνη με το μικρό της Autobianchi, για το σπίτι της στο Παγκράτι, συναντήθηκαν στο φανάρι των Στύλων του Ολυμπίου Διός.
Ο Τόλης αενάως παρορμητικός, κατέβασε το παράθυρο και της έκανε επιτόπου πρόταση γάμου. Η ντόμπρα Μαρινέλλα ανταποκρίθηκε θετικά. Ο «πρίγκιπας» με τις φωνητικές καμπυλώσεις, το άψογο ντύσιμο και το ντελικάτο θεατρικό στήσιμο στο πάλκο και η κομψή, αλέγκρα φιγούρα της Μαρινέλλας με την ακέραιη στις ψηλές νότες και ενίοτε σπαραχτική φωνή συνάρθρωναν το ιδανικό ζευγάρι που αναζητούσε η εγχώρια σόουμπιζ της εποχής της ασπρόμαυρης τηλεόρασης. Αυθόρμητος και ειλικρινής, ο Τόλης εξομολογούνταν ανοιχτά για τη σύντροφό του: «Εκεί που ονειρευόμουν ότι θα κατακτήσω τον κόσμο με άλλη γυναίκα, τώρα όλα τα όνειρά μου είναι γι’ αυτήν. Αρα την αγαπάω». Το συμπέρασμα έβαζε δημιουργική σφραγίδα στη ζωή του.
Ο δεύτερος γάμος
Στον απόηχο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου χωρίς επισημότητες. Χαλαροί και αντισυμβατικοί φορούσαν αμφότεροι τζιν. Το μυστήριο, και για τους δύο το δεύτερο στη ζωή τους, τελέστηκε στο σπίτι της Μαρινέλλας, στην οδό Αστυδάμαντος στο Παγκράτι, με κουμπάρους τον Γιώργο Κατσαρό και τη σύζυγό του. Παρόντες επίσης ήταν ο Φρέντυ Γερμανός και η αδελφή της νύφης Τούλα με το άντρα της. Η κεραυνοβολημένη κοινή γνώμη θα μάθαινε αργότερα ότι ο αιδεσιμότατος Ανδρουλάκης, προϊστάμενος τότε του Γραφείου Γάμων της Αρχιεπισκοπής, δεν έδωσε άδεια στο ερωτευμένο ζευγάρι να παντρευτεί στην εκκλησία, με το αιτιολογικό ότι οι πολυπληθείς θαυμαστές τους θα βεβήλωναν τον ναό. Εποχή χούντας, τότε, αποφεύγονταν οι ανέλεγκτοι συνωστισμοί.
Την επόμενη χρονιά η απόπειρά τους να αποκτήσουν παιδί δεν ευοδώθηκε, καθώς η Μαρινέλλα απέβαλε στον δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης της. Η θλιβερή συγκυρία, αντί να κλονίσει τον γάμο τους, τον δυνάμωσε. Εκτοτε μαζί μεγαλούργησαν στο πεντάγραμμο, στις πίστες, στη δισκογραφία με υπόκρουση τις νότες και τα λόγια του τραγουδιού «Εγώ κι εσύ», με το οποίο συνυπέγραψαν διαχρονικά ένα από τα πιο ερωτικά φωνητικά «ντουέτα» όλων των εποχών στη χώρα.
Την εποχή που η καριέρα της Μαρινέλλας είχε απογειωθεί χώρισαν ήπια, φιλικά και πολιτισμένα μετά από οκτώ χρόνια έγγαμης συμβίωσης. Φεύγοντας ο Τόλης από τη μονοκατοικία της Νέας Κηφισιάς πήρε μαζί με τις αναμνήσεις του μόνο δυο χιλιάρικα για τη βενζίνη του. Το σπίτι, τα δώρα, το εξοχικό στον Αγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και το πολυτελέστατο κότερο τα χάρισε στη Μαρινέλλα και στην κόρη της Τζωρτζίνα από την εκτός γάμου σχέση της με το Φρέντι Σερπιέρι. Ανέκαθεν, ο αξιοπρεπής και αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στο συναίσθημα Τόλης ήταν υπεράνω χρημάτων και περιουσιών. Γνήσιος κύριος και αθεράπευτα ρομαντικός, τα θυσίαζε όλα για την τιμή και τον έρωτα. Χώριζε γλυκά ακόμα και αν ήταν απογοητευμένος και απαρηγόρητος.
Εξάλλου, όταν διέκοψε το καλοκαίρι του μακρινού 1973 τηλεφωνικά την τριετή παθιασμένη σχέση του -για την οποία έχουν ειπωθεί και γραφτεί όλα ή σχεδόν- με τη Ζωή Λάσκαρη, άφησε στο διαμέρισμα που συγκατοικούσαν στη Γλυφάδα τα κλειδιά της πόρτας στο χαλάκι της εξώπορτας. Για χάρη της βρήκε το κουράγιο και μπήκε σε αεροπλάνο χωρίς αποσκευές φτάνοντας επειγόντως από την Αμερική στην Αθήνα, γιατί μάθαινε ότι του έκανε «ζαβολιές».
Μέσα του ήξερε πως το αμοιβαίο πάθος τους ήταν πολύ μεγάλο για να ταιριάξει αρμονικά καρδιά και νου. Στο σπίτι όπου έμεναν δεν τη βρήκε, δεν άγγιξε τίποτα, έφυγε έρημος και κατέληξε χωρίς δεύτερο πουκάμισο να φιλοξενηθεί πικραμένος και συντετριμμένος στο σπίτι της κοινής τους φίλης Ματούλας στην οδό Κανάρη στο Κολωνάκι.
Λογικά με τη σταθερή στάση μιας ζωής η διάσταση και ο κατοπινός χωρισμός από την τρίτη κατά σειρά σύζυγό του Τζούλια Παπαδημητρίου δεν είχε αιτία τα λεφτά. Ασφαλώς δεν αφορούσε πενταροδεκάρες η αγωγή ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλαν εναντίον της οι δικηγόροι του για απάτες, πλαστογραφίες και υπεξαίρεση 4 δισ. δραχμών από την περιουσία του. Ωστόσο, για τον ευαίσθητο Τόλη ο βαθύτερος λόγος του πολύκροτου διαζυγίου του προερχόταν από την εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση που θεωρούσε ότι υπέστη από την οικογένεια της συζύγου με επικεφαλής την πεθερά του Ναυσικά. Τον ενοχλούσε και τον έθιγε ότι δημοσίως τον κατηγορούσαν για μεγαλομανία τη στιγμή που ίδιος κατέβαλε πρόθυμα 5 εκατ. δραχμές μηνιαίως (15.000 σημερινά ευρώ) για τα έξοδα του πολυτελούς διαμερίσματός τους στην οδό Στησιχόρου, το οποίο ο ίδιος αποκαλούσε «κολαστήριο».
Εμφυτα έντιμος, δεν συγχωρούσε την αδικία και την αχαριστία. Εις βάρος του ή εις βάρος άλλων, το ίδιο του έκανε. Είχε άλλωστε εκδηλώσει την ανθρωπιά του σε ανύποπτο χρόνο όταν πήγε οδηγώντας να συμπαρασταθεί στον Δημήτρη Τσοβόλα που βρισκόταν οχυρωμένος στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στη Χαριλάου Τρικούπη για να αποφύγει τη σύλληψη και την προσαγωγή στο Eιδικό Δικαστήριο. Εκεί είχε δηλώσει ότι «ο Τσοβόλας είναι σερνικό». Ετσι το ’νιωθε, έτσι το ’πε. Και ως γνήσιος άνδρας που φορούσε παντελόνια είχε τα κότσια να υπερασπιστεί τολμηρά όσους πίστευε ως αδύναμους και μεροληπτικά διωκόμενους. Κατά τη διάρκεια του «βρώμικου ’89», διέκοψε το πρόγραμμά του σε παραλιακό κέντρο για να βγάλει λόγο υπέρ του «έντιμου παλικαριού Μήτσου Τσοβόλα» σε έναν χορό δικαστών και εισαγγελέων. Γεγονός που λέγεται ότι έκανε έξαλλο τον παρευρισκόμενο εκείνο το βράδυ στο νυχτερινό μαγαζί τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασίλη Κόκκινο, ο οποίος αποχώρησε επιδεικτικά.
Απρόβλεπτος και ανασφαλής δεν υπήρξε ποτέ ο Τόλης. Με τα γνήσια λαϊκά του πατήματα αγκαλιαζόταν πάντα από το κοινό του και τη λατρεία των γυναικών. Και αυτός ανταπέδιδε. Επί χρόνια τον συνόδευαν κουτσομπολιά, φήμες, υπονοούμενα, διαδόσεις για τις εκάστοτε σχέσεις του. Αλήθεια ψέματα, μόνο αυτές και εκείνος γνώριζαν. Από τον εξακριβωμένο έρωτά του με τη Δούκισσα που τον ενέπνευσε συνθετικά έως τον ατεκμηρίωτο με την Κατιάνα Μπαλανίκα, που τα περιοδικά της εποχής τον ήθελαν αιτία για τον χωρισμό του από τη Μαρινέλλα. Σελίδες επί σελίδων γέμιζαν με υποτιθέμενες ή πραγματικές μαρτυρίες, αληθινά ή φανταστικά και περιστατικά για την, πάντα ανεπίσημη, σχέση του με την πρώην σύζυγο του Μανώλη Αγγελόπουλου, Αννούλα Βασιλείου, την Αννυ Πασπάτη, τη θεατρική συμπρωταγωνίστρια του στο μιούζικαλ «Τραγούδα Θεατρίνε» Μαρία Αλιφέρη, την τραγουδίστρια Μαρία Κατινάρη. Και ακόμη για την Κατερίνα Βελλίδη, την Ανθή Πριοβόλου, την Πάτη Παπαδημητρίου, την Ελενα Ναθαναήλ.
Και, φυσικά, τα έντυπα εκείνων των χρόνων σχεδόν παραληρούσαν με δέος όταν η ελκυστικότητα του γοητευτικού τραγουδιστή τραβούσε διεθνή και κοσμική αίγλη. Ειδικά όταν κυκλοφορούσε με την ηθοποιό Μπάρμπαρα Μπουσέ και την ανιψιά του Ωνάση, Μαριλού Πατρονικόλα. Ωστόσο, για τον ερωτικό τραγουδιστή ανυπερθέτως ίσχυε το «Μια γυναίκα, μια αγάπη, μια ζωή». Και αφότου το επαναλαμβανόμενο μοτίβο «πάθος, εξάρτηση, δόσιμο, ζήλια, φυγή, μοναξιά και πάλι από την αρχή» ξεθώριαζε ήρθε «σαν όνειρο» εκείνη που πάντα αναζητούσε για να ενσαρκώσει τον τίτλο του τραγουδιού.
Η Αντζελα Γκερέκου
Με τη μεσολάβηση του καλού του φίλου επιχειρηματία Αργύρη Παπαργυρόπουλου η ηθοποιός Αντζελα Γκερέκου, πελάτισσα στα πρώτα τραπέζια του «Stork», τον επισκέφθηκε στο καμαρίνι του. Θαυμάστριά του από παιδούλα, καθώς φορούσε ένα μενταγιόν στο μπούστο της με μια νεανική φωτογραφία του καλλιτέχνη, θεώρησε υποχρέωσή της να τον γνωρίσει από κοντά. Την υποδέχθηκε με τη συνήθη αβροφροσύνη του. Εμεινε έκθαμβος στη θέα της και αυτομάτως μαγνητίστηκε από την ομορφιά μιας σωστής καλλονής.
Η ανταπόκρισή της ήταν δεκτική και άμεση. Αυτό που λένε κεραυνοβόλος έρωτας. Συνδέθηκαν σύντομα και όταν ο 55χρονος Τόλης χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο «Υγεία» για κάποιο πρόβλημα στο στομάχι του, εκείνη ξημεροβραδιαζόταν στο προσκεφάλι του. Με τη συμπαράστασή της έκοψε μαχαίρι το ποτό και άρχισε να τρέφεται σωστά και να πίνει μη αλκοολούχες μπίρες. Εκείνος είχε δραπετεύσει, όπως έλεγε, από έναν βασανιστικό γάμο, σωστό Γολγοθά, εκείνη στα 34 της είχε πρόσφατα χωρίσει από τον Ναπολέοντα Ξιφαρά. Και οι δυο αναζητούσαν νέα σταθερή ρότα στη ζωή τους. Βρήκαν γερό τιμόνι ο ένας στον άλλον. Διστακτικά στην αρχή, πιο θαρραλέα αργότερα, δημοσιοποίησαν τη σχέση τους. Συγκατοίκησαν στις αρχές του ’96 στην παλιά μικρή εξοχική έπαυλη της βασίλισσας Φρειδερίκης στη Γλυφάδα, ένα ψιλομπαταρισμένο σπίτι που επίπλωσαν πρόχειρα. Καμία χλιδή. Στο ταπεινό σαλονάκι κυριαρχούσε ένα λευκό πιάνο και ένα ποδήλατο γυμναστικής.
Αντίθετα, στον απεριποίητο κήπο ήταν παρκαρισμένο ένα ολοκαίνουριο Audi cabrio, ενώ στον καρπό του Τόλη με το μονίμως αριστοκρατικό δαχτυλίδι στα δάχτυλα άστραφτε ένα πανάκριβο ρολόι Bvlgari. Ηταν τα προγαμήλια δώρα τους. «Αυτοκολλητάκι» και «χτυποκαρδάκι», κατά κόσμον Αντζελα Γκερέκου και Τόλης Βοσκόπουλος, ενώθηκαν εις σάρκαν μία το απομεσήμερο της 2ας Αυγούστου του 1996 στο δημαρχείο της Κέρκυρας με κουμπάρους τον δημοσιογράφο Τέρενς Κουίκ και τον εισαγωγέα ενδυμάτων Στέργιο Βρούσγο. Μαζί με τη γυναίκα που τον λάτρευε και τη λάτρευε θα θεμελίωναν μια στέρεα και ήρεμη οικογενειακή ζωή σε ένα περιβάλλον διαφανές και ανθεκτικό σαν άθραυστο κρύσταλλο. Πέντε χρόνια αργότερα, το 2001, ο ερχομός της κόρης τους Μαρίας αύξησε την ευτυχία μαζί με το μέγεθος της οικογένειάς τους. Τρυφερός πατέρας πια, αγόρασε διαμέρισμα στην ιδιαίτερη πατρίδα της Αντζελας, στην πλατεία Λιστόν της πόλης της Κερκυρας, που τους πρόσφερε εύνοια, αίγλη, επιτυχημένες εκλογές και επανεκλογές στην πολιτική της καριέρα. Με αίσθηση χρέους οι δυο τους ανταπέδιδαν στο Νησί των Φαιάκων την ευγνωμοσύνη τους με αγοαθοεργίες, φιλανθρωπίες, τάματα, δωρεάν συναυλίες. Ισως για πρώτη φορά στη ζωή του όσα απλόχερα χάριζε, ισοδύναμα εισέπραττε, χωρίς να σπαταλιέται μάταια. Και όταν προέκυψαν από το παρελθόν οι φορολογικές εκκρεμότητές του η Αντζελα βράχος στο πλευρό του παραιτήθηκε από το αξίωμα της υφυπουργού Τουρισμού για λόγους ευθιξίας.
Ο Τόλης Βοσκόπουλος στο πρόσωπό της ανακάλυψε την ενσάρκωση του τραγουδιού του «Εγώ αγαπώ μία». Μόνο μία, και τώρα πια κυριολεκτούσε. Επί 25 χρόνια πορεύτηκε με την Αντζελα στον τέταρτο, μακροβιότερο και πλέον ευτυχισμένο γάμο του. Στον κόλπο της οικογένειάς του ξεπέρασε τις αναπολήσεις από το παρελθόν, συμφιλιώθηκε ώριμα με το παρόν, ξαναβρήκε την καλλιτεχνική του όρεξη και ένιωσε το νόημα της χαράς της αγάπης και τη γαλήνη που πάντα αναζητούσε σαν απλός άνθρωπος που βάδιζε πάντα με σταθερή ηθική πυξίδα.
protothema Δημήτρης Παγαδάκης