Η Κούλα Αρμουτίδου, η μητέρα της
20χρονης Ελένης Τοπαλούδη που η στυγερή δολοφονία της συγκλόνισε
πρόσφατα το πανελλήνιο, επέστρεψε την προηγούμενη βδομάδα στο σπίτι της,
στο Διδυμότειχο, και αποφασίζει να μιλήσει μετά τη μεγάλη δίκη.
«Ξύπνησα σήμερα στις τρεις τα ξημερώματα. Δεν μπορώ να
διαχειριστώ την καθημερινότητά μου. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Νιώθω το
δράμα του παιδιού μου, νιώθω τον πόνο που τράβηξε. Σαν να με χτυπούν
εμένα. Να μου στραγγαλίζουν τον λαιμό. Να χρησιμοποιούν όλες τις μορφές
βίας. Η νύχτα για μένα είναι ένας εφιάλτης. Με βασανίζουν οι φωνές της
Ελένης, τα χτυπήματα στο κορμί της – τα νιώθω και τα ζω κάθε βράδυ κι
είναι αδύνατον να κλείσω μάτι. Για τον περισσότερο κόσμο ο ύπνος είναι
ξεκούραση – για μένα είναι βασανισμός. Τρέχω από δωμάτιο σε δωμάτιο, πάω
στο δωμάτιό της, αγγίζω τα πράγματά της, μιλάω στα πράγματά της, στις
φωτογραφίες, βγαίνω στο μπαλκόνι, μιλάω στα λουλούδια, αγγίζω τα
λουλούδια σαν να μιλάω στην Ελένη, κοιτάω τον ουρανό, τ’ αστέρια, ψάχνω
να βρω το δικό μου αστέρι και της λέω διάφορα. Κάπως έρχεται το ξημέρωμα
μετά. Με χιλιάδες σκέψεις, με χιλιάδες ανείπωτα “γιατί” και με
αναπάντητες ερωτήσεις. Μιλάω κι απαντάω. Η ψυχή μου είναι μαυρισμένη.
Δεν υποφέρεται αυτό…».
«Στο μυαλό μου έχω μία πολύ άσχημη μορφή του παιδιού μου. Πολτοποίησαν το κεφάλι της. Σ’ αυτό το κεφάλι που εγώ επένδυσα, που έκανα αγώνα ζωής για να μην της λείψει το παραμικρό: να της διαβάσω, να της παίζω κουκλοθέατρο, να την ταξιδεύω, να της εξηγώ, να την μορφώσω, να της λύνω τις απορίες της. Η Ελένη μου μεγάλωσε μέσα σε μία ζεστή αγκαλιά, σε ένα υγιές περιβάλλον, γεμάτο στοργή, ήταν μορφωμένη, μιλούσε πέντε ξένες γλώσσες – τη λατρεύαμε όλοι! Στραγγάλισαν τα όνειρά της, την κακοποίησαν, της παραμόρφωσαν το πρόσωπο – αυτά, όλα αυτά, στοιχειώνουν τις σκέψεις και τα όνειρά μου…».
«Η τελευταία εικόνα που έχω από την Ελένη μου να τη βλέπω ζωντανή, είναι από το λιμάνι του Πειραιά. 29 Αυγούστου του 2018. Μπήκε στο πλοίο της γραμμής κι εμείς την αποχαιρετούσαμε μέχρι που ανέβηκε τα σκαλιά. Αυτή ήταν η φιγούρα της: να μας χαιρετάει. Ύστερα πήραμε τον δρόμο για την επιστροφή στο Διδυμότειχο. Μετά, όταν έγινε το κακό, την αναγνώριση την έκανε ο σύζυγός μου, ο Γιάννης. Αποδείχθηκα πολύ δειλή. Ούτε την νεκροφίλησα, γιατί ο ιατροδικαστής είπε να μην ανοίξουμε το φέρετρο. Εκείνη τη μέρα ήμουν χαμένη…Στο νεκροτομείο είχε πάει ο Γιάννης με τον Βαγγέλη, τον θείο της. Βρήκε το κουράγιο. Ξαναμπήκε, ξαναβγήκε – δεν ήθελε να το πιστέψει. Ύστερα αγκαλιάστηκαν και κλαίγανε. Ποιος θέλει να δει το παιδί του πολτοποιημένο; Αυτοί οι υπάνθρωποι τι κάνανε στο παιδί μου…Αυτοί δεν γεννήθηκαν άνθρωποι, αυτοί γεννήθηκαν δολοφόνοι. Σαν πίδακας πεταγόταν το αίμα κι έβαλε ο Αλβανός τη νεκρή κόρη μου να τη λούσει στην μπανιέρα, πριν την πετάξουν για να εξαφανίσουν τα ίχνη της. Άλλαζαν ρόλους: ο ένας χτυπούσε κι άλλος κρατούσε…Το πτώμα του παιδιού μου τσιρίζει!».
«Στο μυαλό μου έχω μία πολύ άσχημη μορφή του παιδιού μου. Πολτοποίησαν το κεφάλι της. Σ’ αυτό το κεφάλι που εγώ επένδυσα, που έκανα αγώνα ζωής για να μην της λείψει το παραμικρό: να της διαβάσω, να της παίζω κουκλοθέατρο, να την ταξιδεύω, να της εξηγώ, να την μορφώσω, να της λύνω τις απορίες της. Η Ελένη μου μεγάλωσε μέσα σε μία ζεστή αγκαλιά, σε ένα υγιές περιβάλλον, γεμάτο στοργή, ήταν μορφωμένη, μιλούσε πέντε ξένες γλώσσες – τη λατρεύαμε όλοι! Στραγγάλισαν τα όνειρά της, την κακοποίησαν, της παραμόρφωσαν το πρόσωπο – αυτά, όλα αυτά, στοιχειώνουν τις σκέψεις και τα όνειρά μου…».
«Η τελευταία εικόνα που έχω από την Ελένη μου να τη βλέπω ζωντανή, είναι από το λιμάνι του Πειραιά. 29 Αυγούστου του 2018. Μπήκε στο πλοίο της γραμμής κι εμείς την αποχαιρετούσαμε μέχρι που ανέβηκε τα σκαλιά. Αυτή ήταν η φιγούρα της: να μας χαιρετάει. Ύστερα πήραμε τον δρόμο για την επιστροφή στο Διδυμότειχο. Μετά, όταν έγινε το κακό, την αναγνώριση την έκανε ο σύζυγός μου, ο Γιάννης. Αποδείχθηκα πολύ δειλή. Ούτε την νεκροφίλησα, γιατί ο ιατροδικαστής είπε να μην ανοίξουμε το φέρετρο. Εκείνη τη μέρα ήμουν χαμένη…Στο νεκροτομείο είχε πάει ο Γιάννης με τον Βαγγέλη, τον θείο της. Βρήκε το κουράγιο. Ξαναμπήκε, ξαναβγήκε – δεν ήθελε να το πιστέψει. Ύστερα αγκαλιάστηκαν και κλαίγανε. Ποιος θέλει να δει το παιδί του πολτοποιημένο; Αυτοί οι υπάνθρωποι τι κάνανε στο παιδί μου…Αυτοί δεν γεννήθηκαν άνθρωποι, αυτοί γεννήθηκαν δολοφόνοι. Σαν πίδακας πεταγόταν το αίμα κι έβαλε ο Αλβανός τη νεκρή κόρη μου να τη λούσει στην μπανιέρα, πριν την πετάξουν για να εξαφανίσουν τα ίχνη της. Άλλαζαν ρόλους: ο ένας χτυπούσε κι άλλος κρατούσε…Το πτώμα του παιδιού μου τσιρίζει!».
«Μεγαλύτερη ευθύνη κι απ’ τους ίδιους τους δολοφόνους, έχουν οι γονείς τους.
Όταν ο γονιός δεν αναγνωρίζει το πρόβλημα του παιδιού του και
εθελοτυφλεί, ενώ οι σειρήνες βοούν τη μία παραβατική συμπεριφορά μετά
την άλλη, πώς δεν έχει ευθύνη; Όλοι το ξέρανε. Αυτοί νομίζανε πως με το
χρήμα όλα τα αγοράζεις και όλα τα εξαγοράζεις. Με το χρήμα αγοράζεις
συμπεριφορές; Τι δημιουργείς; Τα παιδιά πρέπει να ζουν με όρια, να
ξέρουν το “μη” και το “όχι”. Πήγαινε στο σχολείο και έβγαζε προκλητικά
τα λεφτά του τού Κούκουρα ο γιος. Επτά σχολεία άλλαξε. Θεωρώ πως -και
τους δυο τους- πρώτα τους δολοφόνησαν οι γονείς τους. Γιατί δεν τους
συμπαραστάθηκαν, δεν τους αγάπησαν και δεν ασχολήθηκαν ώρες με τα παιδιά
τους. Κι ύστερα αυτοί δολοφόνησαν και το δικό μου το παιδί και όλη μου
την οικογένεια».
«Να συγχωρέσω εγώ τους δολοφόνους; Όχι. Όχι! Του Κούκουρα ο γιος είπε “εγώ δεν αισθάνομαι ενοχές και τύψεις” και την άλλη μέρα έλεγε “λυπήθηκα πολύ για την Ελένη και πήγα να τη σώσω”. Σκηνές ηθοποιίας. Υποκριτές! Εγώ δεν έχασα ένα αντικείμενο που έχει αξία, πάω το αγοράζω και το ξαναφέρνω. Δεν μου πετάξανε στον ορμίσκο την ψεύτικη κούκλα που θα πάω να την ψάξω, να τη βρω, να τη ζωντανέψω με το μαγικό μου ραβδί ή να πάω να αγοράσω μία άλλη στη θέση της. Δολοφόνησαν και βασάνισαν το παιδί μου επί τρεισήμισι ώρες. Να τους συγχωρέσει ο Θεός και η θεία δικαιοσύνη – αν υπάρχει. Εγώ δεν συγχωρώ κανέναν τους! Χωρίς έλεος, χωρίς έλεος…Αφού δεν είχανε συναισθήματα μέσα στην ψυχή τους. Αφού δεν τους καλλιεργήθηκε ποτέ η αγάπη, η λύπη, αφού δεν ήξεραν τι πάει να πει έλεος…».
«Η σιωπή είναι συνενοχή, η σιωπή είναι θάνατος. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχάσουν ποτέ οι Ροδίτες. Να τους ξεσκεπάσουν εδώ και τώρα για να φύγει το καρκίνωμα και η σαπίλα μέσα από αυτό το νησί. Δυστυχώς, το δικό μου δεν είναι μεμονωμένο γεγονός γιατί εγώ λαμβάνω μηνύματα. Κάθαρση. Να ξεβρομίσει ο τόπος. Να ‘ρθει η λύτρωση. Γιατί υπάρχουν διάφορα που γίνονται και δεν αποκαλύπτονται. Αυτό πιστεύω. Έπρεπε για κάθε μορφή βίας να τρώγανε ισόβια αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα. Να αλλάξει ο ποινικός κώδικας! Αυτοί θα βγούνε σε λίγα χρόνια έξω. Και θα είναι πάλι δολοφόνοι και φονιάδες…Γιατί τη βία την έχουν μέσα στο γενετικό τους υλικό. Την οποία ενίσχυσαν οι γονείς τους! Η κόρη μου δεν πρόλαβε να ανθήσει και μου την έστειλαν στα μαύρα χώματα…Εγώ το παιδί μου δεν θα το ξαναγκαλιάσω, δεν θα το ξαναφιλήσω, δεν θα ξανακούσω τα όνειρά της, δεν θα ακούσω πάλι την ανάσα της, δεν θα την ξαναχαϊδέψω…Εγώ δεν έχω πια την κόρη μου να με λέει “μαμά”…».
xatzigeorgiou@yahoo.com
«Να συγχωρέσω εγώ τους δολοφόνους; Όχι. Όχι! Του Κούκουρα ο γιος είπε “εγώ δεν αισθάνομαι ενοχές και τύψεις” και την άλλη μέρα έλεγε “λυπήθηκα πολύ για την Ελένη και πήγα να τη σώσω”. Σκηνές ηθοποιίας. Υποκριτές! Εγώ δεν έχασα ένα αντικείμενο που έχει αξία, πάω το αγοράζω και το ξαναφέρνω. Δεν μου πετάξανε στον ορμίσκο την ψεύτικη κούκλα που θα πάω να την ψάξω, να τη βρω, να τη ζωντανέψω με το μαγικό μου ραβδί ή να πάω να αγοράσω μία άλλη στη θέση της. Δολοφόνησαν και βασάνισαν το παιδί μου επί τρεισήμισι ώρες. Να τους συγχωρέσει ο Θεός και η θεία δικαιοσύνη – αν υπάρχει. Εγώ δεν συγχωρώ κανέναν τους! Χωρίς έλεος, χωρίς έλεος…Αφού δεν είχανε συναισθήματα μέσα στην ψυχή τους. Αφού δεν τους καλλιεργήθηκε ποτέ η αγάπη, η λύπη, αφού δεν ήξεραν τι πάει να πει έλεος…».
«Η σιωπή είναι συνενοχή, η σιωπή είναι θάνατος. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχάσουν ποτέ οι Ροδίτες. Να τους ξεσκεπάσουν εδώ και τώρα για να φύγει το καρκίνωμα και η σαπίλα μέσα από αυτό το νησί. Δυστυχώς, το δικό μου δεν είναι μεμονωμένο γεγονός γιατί εγώ λαμβάνω μηνύματα. Κάθαρση. Να ξεβρομίσει ο τόπος. Να ‘ρθει η λύτρωση. Γιατί υπάρχουν διάφορα που γίνονται και δεν αποκαλύπτονται. Αυτό πιστεύω. Έπρεπε για κάθε μορφή βίας να τρώγανε ισόβια αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα. Να αλλάξει ο ποινικός κώδικας! Αυτοί θα βγούνε σε λίγα χρόνια έξω. Και θα είναι πάλι δολοφόνοι και φονιάδες…Γιατί τη βία την έχουν μέσα στο γενετικό τους υλικό. Την οποία ενίσχυσαν οι γονείς τους! Η κόρη μου δεν πρόλαβε να ανθήσει και μου την έστειλαν στα μαύρα χώματα…Εγώ το παιδί μου δεν θα το ξαναγκαλιάσω, δεν θα το ξαναφιλήσω, δεν θα ξανακούσω τα όνειρά της, δεν θα ακούσω πάλι την ανάσα της, δεν θα την ξαναχαϊδέψω…Εγώ δεν έχω πια την κόρη μου να με λέει “μαμά”…».
xatzigeorgiou@yahoo.com
Φιλελεύθερα, 31.5.2020