Το Κακουργιοδικείο, μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία,
έκρινε ένοχο κατηγορούμενο σε κατηγορίες που αφορούσαν σεξουαλικά αδικήματα σε βάρος παιδιού πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στη συνέχεια, προχώρησε και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, η ανώτερη των οποίων ήταν εκείνη των 13 ετών που επιβλήθηκε στις κατηγορίες του βιασμού και της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού.
Σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος ήταν συμβίος της μητέρας του ανήλικου κοριτσιού.
Ωστόσο, ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση για την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με επτά λόγους έφεσης, εκ των οποίων αποσύρθηκαν τρεις. Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορούσε στην επιβληθείσα ποινή. Παρέμειναν, επομένως, τέσσερεις λόγοι έφεσης.
Ο πρώτος λόγος αφορά στην αξιοπιστία της παραπονούμενης ως μάρτυρος. Ο δεύτερος λόγος αφορά στην απόδειξη των κατηγοριών του βιασμού στις κατηγορίες 1-15 που, κατά τον εφεσείοντα, δεν αποδείχθηκαν. Ο άλλος λόγος αφορά στην κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να λάβει υπ’ όψιν του τις ουσιώδεις αντιφάσεις της μαρτυρίας της παραπονούμενης σε σχέση με τη μαρτυρία της μητέρας της και άλλης μάρτυρα και ο τελευταίος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας της Κλινικής Ψυχολόγου κας Κωνσταντινίδου (Μ.Κ. 18), ως μάρτυρος εμπειρογνώμονα.
Σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων αντιμετώπισε, ενώπιον του Κακουργιοδικείου τις εξής κατηγορίες:
(α) 17 κατηγορίες για βιασμό, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 1-15, 48 και 49),
(β) 4 κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων, κατά παράβαση του άρθρου 153(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 16-18, 50 και 51),
(γ) 11 κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 χρόνων και κάτω των 17 χρόνων, κατά παράβαση του άρθρου 154 του Κεφ. 154 (κατηγορίες 19-30),
(δ) 14 κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 10 και 17 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007 (Ν 87(Ι)/2007) (κατηγορίες 31, 32-43, 52 και 53), και
(ε) 4 κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, κατά παράβαση του άρθρου 6(4) του Μέρους ΙΙ του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν 91(Ι)/14) (κατηγορίες 44-47).
Τα γεγονότα της υπόθεσης και η μαρτυρία της ανήλικης και της μητέρας της
Η ανήλικη - παραπονούμενη, ήταν ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας. Στη μαρτυρία της ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο κατηγορούμενος - εφεσείων ήλθε σε παράνομη συνουσία μαζί της όταν αυτή ήταν 12 χρονών περίπου, και συνέχισε να έρχεται σε παράνομη συνουσία μαζί της μέχρι τον Μάιο του 2015, όταν η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 16 ετών. Η μαρτυρία ήταν ότι η παράνομη συνουσία συνέβαινε συχνά, επανειλημμένα και για μεγάλο χρονικό διάστημα περίπου 3 ½ - 4 ετών.
H παραπονούμενη, ανέφερε στη μαρτυρία της, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως απόλυτα αξιόπιστη, ότι από την ηλικία των 12 χρόνων είχε σεξουαλικές επαφές με τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, και με κανέναν άλλο, ότι αυτό γινόταν περίπου μια φορά τον μήνα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το 2011-2012, μέχρι 2 ½ περίπου μήνες πριν την καταγγελία της στην Αστυνομία, δηλαδή για περίοδο σχεδόν 4 χρόνων.
Η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν ότι η ίδια δεν αντιδρούσε στις προαναφερόμενες σεξουαλικές επαφές επειδή φοβόταν τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, ο οποίος την είχε απειλήσει ότι αν έλεγε οτιδήποτε στη μητέρα της ή σε οποιοδήποτε άλλο, θα σκότωνε ή θα έκανε κακό στη μητέρα της, τον αδελφό της και την οικογένειά της. Μάλιστα, για να αποδείξει ο εφεσείων ότι εννοούσε τις απειλές του, τις οποίες αρχικά η παραπονούμενη δεν πίστεψε, σε κάποια περίπτωση μετέβη στον χώρο εργασίας της μητέρας της, φιλονίκησε μαζί της, την κτύπησε, την τραυμάτισε και την απείλησε με μαχαίρι, πράγμα για το οποίο η μητέρα της τον κατήγγειλε στην Αστυνομία. Επιστρέφοντας στο σπίτι, όπου ο κατηγορούμενος-εφεσείων διέμενε με τη μητέρα της παραπονούμενης και την ίδια, είπε στην παραπονούμενη «Είδες; Δεν αστειεύομαι, είδες; Θα κάμω πιο πολλά αν το πεις».
Η παραπονούμενη έδωσε πλήρη περιγραφή των σεξουαλικών επαφών που είχε με τον εφεσείοντα περιγράφοντας τόσο την πρώτη φορά, όσο και τις επόμενες φορές κατά τις οποίες η σεξουαλική επαφή ήταν πλήρης, ωστόσο δεν αναφέρθηκε σε ακριβείς ημερομηνίες και φορές, όμως είπε ότι αυτό γινόταν πολλές φορές, περίπου μια φορά τον μήνα, από τα 12 της χρόνια, ενώ όταν μετακόμισαν (η ίδια και η μητέρα της) μαζί με τον κατηγορούμενο σε άλλη οικία, στα 13 της χρόνια περίπου, ο εφεσείων είχε ακόμα πιο συχνά σεξουαλικές επαφές μαζί της. Η ίδια δεν ήθελε να έχει τέτοιες επαφές, αυτός όμως επέμενε με διάφορες επιχειρηματολογίες και απειλές.
Στη συνέντευξη που έδωσε η ανήλικη στην Κοινωνική Λειτουργό, στην αρχή, είχε πει ότι δεν υπήρξε σεξουαλική παρενόχλησή της από τον εφεσείοντα και εξέφρασε την επιθυμία της να πάει στο σπίτι της. Σε κάποιο στάδιο ανέφερε ότι δεν είχε συμβεί οτιδήποτε μεταξύ της και του εφεσείοντος και πως ό,τι είχε πει περί βιασμού κ.λπ. ήταν αστείο. Πρόσθεσε, επίσης, η παραπονούμενη ότι ανησυχούσε για την υγεία της μητέρας της, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας με την καρδιά της και φοβόταν μήπως πάθει κάτι κακό.
Η μητέρα της παραπονούμενης, στη δική της μαρτυρία, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε υποπτευθεί οποιαδήποτε σεξουαλική σχέση μεταξύ του εφεσείοντος και της θυγατέρας της. Θεωρούσε ότι η θυγατέρα της ήταν ένα παιδί με ανοικτό χαρακτήρα, που ζητούσε αγάπη και έδειχνε συμπάθεια στον εφεσείοντα. Ένεκα όμως κάποιου περιστατικού που είχε παρατηρήσει, όταν έφθασε στο σπίτι της, και είδε τον εφεσείοντα να έχει το φερμουάρ του παντελονιού του ανοικτό, είπε ότι δεν του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Όταν έβλεπε τον εφεσείοντα να αγκαλιάζει και να φιλά τη θυγατέρα της δεν αντιλήφθηκε οτιδήποτε το ερωτικό, αλλά πίστευε ότι η σχέση τους ήταν σχέση «πατέρα και κόρης 11-12 χρόνων».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του έλαβε υπ’ όψιν του ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων, ενώπιον του δικαστηρίου, προέβη σε ανώμοτη δήλωση ενώ σε δύο καταθέσεις του στην Αστυνομία εκούσια παραδέχθηκε ότι είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη 8-9 φορές, όταν αυτή ήταν 14 ½ χρόνων, και αναφέρθηκε και στους συγκεκριμένους χώρους όπου έλαβε χώρα η σεξουαλική επαφή τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι τα όσα παραδέχθηκε στις καταθέσεις του ο εφεσείων, αναφορικά με τις σεξουαλικές επαφές του με την παραπονούμενη, ήταν αλήθεια, πλην όμως δεν αποδίδουν σε αριθμό και χρόνο τα όσα διέπραξε εις βάρος της.
Απορρίφθηκε η έφεση
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης από το πρωτόδικο δικαστήριο έγινε μέσα σε ορθά πλαίσια και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε δεόντως υπ’ όψιν του τόσο τη μαρτυρία της ιδίας ενώπιον του δικαστηρίου, όσο και το περιεχόμενο της απομαγνητοφωνημένης κατάθεσής της, η οποία λήφθηκε όταν η παραπονούμενη ήταν ήδη 16 ετών. Το πρωτόδικο δικαστήριο συνυπολόγισε επίσης τη μαρτυρία της μητέρας της και της Κοινωνικής Λειτουργού και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν απόλυτα αξιόπιστη.
Μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, σημειώνεται ότι: «Οι λόγοι για τους οποίους επεμβαίνει το Εφετείο στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι νομολογιακά θεμελιωμένοι. Στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψιν του όλους τους σχετικούς παράγοντες και συνυπολόγισε το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας, περιλαμβανομένων και των προαναφερόμενων εκούσιων καταθέσεων του εφεσείοντα στις οποίες παραδέχεται σεξουαλική επαφή με την ανήλικη παραπονούμενη σε 8-9 φορές. Το δικαστήριο κατέληξε, ορθά κατά την κρίση μας, στο ότι η παραπονούμενη ήταν μια απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρας (όταν κατέθεσε ότι βιάστηκε, πολλές φορές, από τον εφεσείοντα), στη μαρτυρία της οποίας το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να βασιστεί, χωρίς οποιαδήποτε ενίσχυση της μαρτυρίας της, και τούτο ως αποτέλεσμα της ποιότητας της μαρτυρίας της και μετά από σχετική αυτοπροειδοποίηση, στην οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο».
Καταλήγοντας αναφέρεται: «Για τους λόγους που εξηγήσαμε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 144 του Κεφ. 154, επί των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και ορθά κατέληξε ότι στην προκείμενη περίπτωση αποδείχθηκαν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, οι κατηγορίες βιασμού 1-15. Αναφορικά με την απόδειξη των συγκεκριμένων κατηγοριών 1-15 στο επίδικο χρονικό διάστημα, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Kheder (ανωτέρω), στην οποίαν τονίστηκε ότι παρά το γεγονός ότι δεν φαινόταν, στην πρωτόδικη απόφαση, πώς κατέληξε το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, κατά την επίδικη περίοδο, διαπράχθηκαν συγκεκριμένοι 15 βιασμοί και άλλα αδικήματα, ενόψει της αξιόπιστης μαρτυρίας της παραπονούμενης, για συγκεκριμένες φορές την εβδομάδα για μεγάλη χρονική περίοδο, το Εφετείο ικανοποιήθηκε ότι, από τη μαρτυρία, αποδεικνύετο μεγαλύτερος αριθμός βιασμών απ΄ εκείνο για τον οποίο καταδικάστηκε, πρωτοδίκως, ο κατηγορούμενος σ΄ εκείνη την υπόθεση. Τα ίδια, ουσιαστικά, ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε όλους του λόγους έφεσης, που παρέμειναν, ως αβάσιμους. Οι δύο λόγοι που αφορούν στην αξιοπιστία της παραπονούμενης δεν μπορούν να επιτύχουν για τους λόγους που εξηγήσαμε. Το καίριο ζήτημα της απόδειξης των βιασμών, που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες 1-15, θεωρούμε πως δεν μπορεί να αποφασιστεί καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο απ΄ αυτό που ακολούθησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Αποδείχθηκε, κατά την κρίση μας, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ο εφεσείων διέπραξε περισσότερους από 15 βιασμούς, εις βάρος της παραπονούμενης, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και κατά τον προαναφερόμενο τρόπο. Επομένως αποδείχθηκαν και οι 15 κατηγορίες. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται».
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση στις 20 Απριλίου 2020. 24news
ΠΑΜΕ ΣΤΑ ΠΑΓΩΤΑ ΗΡΑΚΛΗΣ - HERACLIS ΣΤΟ ΠΛΑΤΥ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ 66
(ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ)
έκρινε ένοχο κατηγορούμενο σε κατηγορίες που αφορούσαν σεξουαλικά αδικήματα σε βάρος παιδιού πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στη συνέχεια, προχώρησε και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, η ανώτερη των οποίων ήταν εκείνη των 13 ετών που επιβλήθηκε στις κατηγορίες του βιασμού και της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού.
Σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος ήταν συμβίος της μητέρας του ανήλικου κοριτσιού.
Ωστόσο, ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση για την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με επτά λόγους έφεσης, εκ των οποίων αποσύρθηκαν τρεις. Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορούσε στην επιβληθείσα ποινή. Παρέμειναν, επομένως, τέσσερεις λόγοι έφεσης.
Ο πρώτος λόγος αφορά στην αξιοπιστία της παραπονούμενης ως μάρτυρος. Ο δεύτερος λόγος αφορά στην απόδειξη των κατηγοριών του βιασμού στις κατηγορίες 1-15 που, κατά τον εφεσείοντα, δεν αποδείχθηκαν. Ο άλλος λόγος αφορά στην κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να λάβει υπ’ όψιν του τις ουσιώδεις αντιφάσεις της μαρτυρίας της παραπονούμενης σε σχέση με τη μαρτυρία της μητέρας της και άλλης μάρτυρα και ο τελευταίος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν εσφαλμένη αποδοχή της μαρτυρίας της Κλινικής Ψυχολόγου κας Κωνσταντινίδου (Μ.Κ. 18), ως μάρτυρος εμπειρογνώμονα.
Σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων αντιμετώπισε, ενώπιον του Κακουργιοδικείου τις εξής κατηγορίες:
(α) 17 κατηγορίες για βιασμό, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 1-15, 48 και 49),
(β) 4 κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων, κατά παράβαση του άρθρου 153(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 16-18, 50 και 51),
(γ) 11 κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 χρόνων και κάτω των 17 χρόνων, κατά παράβαση του άρθρου 154 του Κεφ. 154 (κατηγορίες 19-30),
(δ) 14 κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 10 και 17 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007 (Ν 87(Ι)/2007) (κατηγορίες 31, 32-43, 52 και 53), και
(ε) 4 κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, κατά παράβαση του άρθρου 6(4) του Μέρους ΙΙ του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν 91(Ι)/14) (κατηγορίες 44-47).
Τα γεγονότα της υπόθεσης και η μαρτυρία της ανήλικης και της μητέρας της
Η ανήλικη - παραπονούμενη, ήταν ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας. Στη μαρτυρία της ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο κατηγορούμενος - εφεσείων ήλθε σε παράνομη συνουσία μαζί της όταν αυτή ήταν 12 χρονών περίπου, και συνέχισε να έρχεται σε παράνομη συνουσία μαζί της μέχρι τον Μάιο του 2015, όταν η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 16 ετών. Η μαρτυρία ήταν ότι η παράνομη συνουσία συνέβαινε συχνά, επανειλημμένα και για μεγάλο χρονικό διάστημα περίπου 3 ½ - 4 ετών.
H παραπονούμενη, ανέφερε στη μαρτυρία της, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως απόλυτα αξιόπιστη, ότι από την ηλικία των 12 χρόνων είχε σεξουαλικές επαφές με τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, και με κανέναν άλλο, ότι αυτό γινόταν περίπου μια φορά τον μήνα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το 2011-2012, μέχρι 2 ½ περίπου μήνες πριν την καταγγελία της στην Αστυνομία, δηλαδή για περίοδο σχεδόν 4 χρόνων.
Η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν ότι η ίδια δεν αντιδρούσε στις προαναφερόμενες σεξουαλικές επαφές επειδή φοβόταν τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, ο οποίος την είχε απειλήσει ότι αν έλεγε οτιδήποτε στη μητέρα της ή σε οποιοδήποτε άλλο, θα σκότωνε ή θα έκανε κακό στη μητέρα της, τον αδελφό της και την οικογένειά της. Μάλιστα, για να αποδείξει ο εφεσείων ότι εννοούσε τις απειλές του, τις οποίες αρχικά η παραπονούμενη δεν πίστεψε, σε κάποια περίπτωση μετέβη στον χώρο εργασίας της μητέρας της, φιλονίκησε μαζί της, την κτύπησε, την τραυμάτισε και την απείλησε με μαχαίρι, πράγμα για το οποίο η μητέρα της τον κατήγγειλε στην Αστυνομία. Επιστρέφοντας στο σπίτι, όπου ο κατηγορούμενος-εφεσείων διέμενε με τη μητέρα της παραπονούμενης και την ίδια, είπε στην παραπονούμενη «Είδες; Δεν αστειεύομαι, είδες; Θα κάμω πιο πολλά αν το πεις».
Η παραπονούμενη έδωσε πλήρη περιγραφή των σεξουαλικών επαφών που είχε με τον εφεσείοντα περιγράφοντας τόσο την πρώτη φορά, όσο και τις επόμενες φορές κατά τις οποίες η σεξουαλική επαφή ήταν πλήρης, ωστόσο δεν αναφέρθηκε σε ακριβείς ημερομηνίες και φορές, όμως είπε ότι αυτό γινόταν πολλές φορές, περίπου μια φορά τον μήνα, από τα 12 της χρόνια, ενώ όταν μετακόμισαν (η ίδια και η μητέρα της) μαζί με τον κατηγορούμενο σε άλλη οικία, στα 13 της χρόνια περίπου, ο εφεσείων είχε ακόμα πιο συχνά σεξουαλικές επαφές μαζί της. Η ίδια δεν ήθελε να έχει τέτοιες επαφές, αυτός όμως επέμενε με διάφορες επιχειρηματολογίες και απειλές.
Στη συνέντευξη που έδωσε η ανήλικη στην Κοινωνική Λειτουργό, στην αρχή, είχε πει ότι δεν υπήρξε σεξουαλική παρενόχλησή της από τον εφεσείοντα και εξέφρασε την επιθυμία της να πάει στο σπίτι της. Σε κάποιο στάδιο ανέφερε ότι δεν είχε συμβεί οτιδήποτε μεταξύ της και του εφεσείοντος και πως ό,τι είχε πει περί βιασμού κ.λπ. ήταν αστείο. Πρόσθεσε, επίσης, η παραπονούμενη ότι ανησυχούσε για την υγεία της μητέρας της, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας με την καρδιά της και φοβόταν μήπως πάθει κάτι κακό.
Η μητέρα της παραπονούμενης, στη δική της μαρτυρία, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε υποπτευθεί οποιαδήποτε σεξουαλική σχέση μεταξύ του εφεσείοντος και της θυγατέρας της. Θεωρούσε ότι η θυγατέρα της ήταν ένα παιδί με ανοικτό χαρακτήρα, που ζητούσε αγάπη και έδειχνε συμπάθεια στον εφεσείοντα. Ένεκα όμως κάποιου περιστατικού που είχε παρατηρήσει, όταν έφθασε στο σπίτι της, και είδε τον εφεσείοντα να έχει το φερμουάρ του παντελονιού του ανοικτό, είπε ότι δεν του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Όταν έβλεπε τον εφεσείοντα να αγκαλιάζει και να φιλά τη θυγατέρα της δεν αντιλήφθηκε οτιδήποτε το ερωτικό, αλλά πίστευε ότι η σχέση τους ήταν σχέση «πατέρα και κόρης 11-12 χρόνων».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του έλαβε υπ’ όψιν του ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων, ενώπιον του δικαστηρίου, προέβη σε ανώμοτη δήλωση ενώ σε δύο καταθέσεις του στην Αστυνομία εκούσια παραδέχθηκε ότι είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη 8-9 φορές, όταν αυτή ήταν 14 ½ χρόνων, και αναφέρθηκε και στους συγκεκριμένους χώρους όπου έλαβε χώρα η σεξουαλική επαφή τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι τα όσα παραδέχθηκε στις καταθέσεις του ο εφεσείων, αναφορικά με τις σεξουαλικές επαφές του με την παραπονούμενη, ήταν αλήθεια, πλην όμως δεν αποδίδουν σε αριθμό και χρόνο τα όσα διέπραξε εις βάρος της.
Απορρίφθηκε η έφεση
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης από το πρωτόδικο δικαστήριο έγινε μέσα σε ορθά πλαίσια και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε δεόντως υπ’ όψιν του τόσο τη μαρτυρία της ιδίας ενώπιον του δικαστηρίου, όσο και το περιεχόμενο της απομαγνητοφωνημένης κατάθεσής της, η οποία λήφθηκε όταν η παραπονούμενη ήταν ήδη 16 ετών. Το πρωτόδικο δικαστήριο συνυπολόγισε επίσης τη μαρτυρία της μητέρας της και της Κοινωνικής Λειτουργού και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν απόλυτα αξιόπιστη.
Μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, σημειώνεται ότι: «Οι λόγοι για τους οποίους επεμβαίνει το Εφετείο στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι νομολογιακά θεμελιωμένοι. Στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψιν του όλους τους σχετικούς παράγοντες και συνυπολόγισε το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας, περιλαμβανομένων και των προαναφερόμενων εκούσιων καταθέσεων του εφεσείοντα στις οποίες παραδέχεται σεξουαλική επαφή με την ανήλικη παραπονούμενη σε 8-9 φορές. Το δικαστήριο κατέληξε, ορθά κατά την κρίση μας, στο ότι η παραπονούμενη ήταν μια απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρας (όταν κατέθεσε ότι βιάστηκε, πολλές φορές, από τον εφεσείοντα), στη μαρτυρία της οποίας το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να βασιστεί, χωρίς οποιαδήποτε ενίσχυση της μαρτυρίας της, και τούτο ως αποτέλεσμα της ποιότητας της μαρτυρίας της και μετά από σχετική αυτοπροειδοποίηση, στην οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο».
Καταλήγοντας αναφέρεται: «Για τους λόγους που εξηγήσαμε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 144 του Κεφ. 154, επί των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και ορθά κατέληξε ότι στην προκείμενη περίπτωση αποδείχθηκαν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, οι κατηγορίες βιασμού 1-15. Αναφορικά με την απόδειξη των συγκεκριμένων κατηγοριών 1-15 στο επίδικο χρονικό διάστημα, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Kheder (ανωτέρω), στην οποίαν τονίστηκε ότι παρά το γεγονός ότι δεν φαινόταν, στην πρωτόδικη απόφαση, πώς κατέληξε το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, κατά την επίδικη περίοδο, διαπράχθηκαν συγκεκριμένοι 15 βιασμοί και άλλα αδικήματα, ενόψει της αξιόπιστης μαρτυρίας της παραπονούμενης, για συγκεκριμένες φορές την εβδομάδα για μεγάλη χρονική περίοδο, το Εφετείο ικανοποιήθηκε ότι, από τη μαρτυρία, αποδεικνύετο μεγαλύτερος αριθμός βιασμών απ΄ εκείνο για τον οποίο καταδικάστηκε, πρωτοδίκως, ο κατηγορούμενος σ΄ εκείνη την υπόθεση. Τα ίδια, ουσιαστικά, ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε όλους του λόγους έφεσης, που παρέμειναν, ως αβάσιμους. Οι δύο λόγοι που αφορούν στην αξιοπιστία της παραπονούμενης δεν μπορούν να επιτύχουν για τους λόγους που εξηγήσαμε. Το καίριο ζήτημα της απόδειξης των βιασμών, που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες 1-15, θεωρούμε πως δεν μπορεί να αποφασιστεί καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο απ΄ αυτό που ακολούθησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Αποδείχθηκε, κατά την κρίση μας, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ο εφεσείων διέπραξε περισσότερους από 15 βιασμούς, εις βάρος της παραπονούμενης, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και κατά τον προαναφερόμενο τρόπο. Επομένως αποδείχθηκαν και οι 15 κατηγορίες. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται».
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση στις 20 Απριλίου 2020. 24news
ΠΑΜΕ ΣΤΑ ΠΑΓΩΤΑ ΗΡΑΚΛΗΣ - HERACLIS ΣΤΟ ΠΛΑΤΥ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ 66
(ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ)