Λευκωσία: Με την αγριότητα των δικών τους ανθρώπων και την ολιγωρία των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών πάλευαν για τουλάχιστον ένα χρόνο τέσσερα ανήλικα παιδιά τα οποία στο τέλος σώθηκαν εξαιτίας της επιμονής μιας νηπιαγωγού.
Προσπαθούσε εναγωνίως να υπερπηδήσει κάθε γραφειοκρατικό εμπόδιο για να βοηθήσει τη μικρή της μαθήτρια και τις τρεις αδελφές της μέχρι που στο τέλος και αφού δεν τα έβγαζε πέρα με τις διαδικασίες της Αστυνομίας και των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, αποτάθηκε στην Επίτροπο Διοικήσεως ζητώντας την παρέμβασή της.
Πράγματι η Επίτροπος Ελίζα Σαββίδου παρενέβη και στην Έκθεση που ετοίμασε για την υπόθεση χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν οι κρατικές υπηρεσίες ανησυχητικό, αφού, όπως επισημαίνει, ούτε οι διαδικασίες που προβλέπονται από τους κανονισμούς δεν είχαν ακολουθηθεί.
Η ιστορία των παιδιών, όπως καταγράφεται από την ίδια την Επίτροπο Διοικήσεως στη σχετική έκθεσή της, συγκλονίζει, για αυτό και το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται αυτούσιο:
«Η κυρία Α., νηπιαγωγός, με ηλεκτρονικό μήνυμα στις 27 Μαΐου 2016 υπέβαλε παράπονο αναφορικά με την καθυστέρηση του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Πάφου να χειριστεί καταγγελία για κακοποίηση ανηλίκων.
» Η νηπιαγωγός ανέφερε ότι στην τάξη που δίδασκε μια μαθήτρια της ηλικίας 5 ετών, κατά την περίοδο που ζούσε με τη μητέρα της, εμφανίστηκε στο σχολείο με σημάδια κακοποίησης, μώλωπες και δαγκώματα στο σώμα, ήταν εξουθενωμένη, μύριζε καπνό τσιγάρου και φορούσε βρόμικα ρούχα. Η μαθήτρια έχει ακόμα τρεις ανήλικες αδελφές ηλικίας 9, 8 και 1 ετών. Οι γονείς των παιδιών είναι διαζευγμένοι και η μητέρα τους συζεί με τον σύντροφό της. Η νηπιαγωγός υποστήριξε ότι ήταν σε γνώση της ότι οι βιολογικοί γονείς είναι και οι δύο χρήστες απαγορευμένων ουσιών, καθώς, επίσης, ότι στο σπίτι που διέμεναν τα παιδιά κακοποιούνταν.
» Τον Μάρτιο του 2016 η νηπιαγωγός επικοινώνησε με το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Πάφου και ενημερώθηκε ότι γνώριζαν την υπόθεση και ότι εκκρεμούσε η έκδοση προσωρινού διατάγματος για την ανάθεση της φροντίδας των ανήλικων παιδιών στον διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
» Ο πατέρας, αρχές Μαΐου, μετέφερε τα τρία παιδιά (εκτός του νεαρότερου) σε παιδική στέγη στην Πάφο, όπου παρέμειναν μέχρι τέλος του ίδιου μήνα, όταν η μητέρα πήγε και τα πήρε από τη στέγη. Οι αρμόδιες Αρχές στη συνέχεια δεν γνώριζαν πού βρίσκεται η μητέρα με τα παιδιά».
» Η νηπιαγωγός, παρά το γεγονός ότι τα σχολεία είχαν κλείσει, επέμεινε και προσπαθούσε να εντοπίσει τα παιδιά. Έτσι, η Επίτροπος τον Ιούνιο του 2016 ζήτησε από την επαρχιακή λειτουργό Πάφου να την ενημερώσει άμεσα σε ποίες ενέργειες είχε προβεί το Γραφείο της και πού βρίσκονταν τα τέσσερα παιδιά.
» Η απάντηση της λειτουργού: "Η Υπηρεσία μας, μετά από διαπίστωση ότι τα παιδιά διατρέχουν φυσικούς και ηθικούς κινδύνους κοντά στους γονείς και ενόψει του ότι κανένας από τους δύο γονείς δεν είναι σε θέση να ασκήσει ικανοποιητικά τον γονεϊκό του ρόλο, έχει προβεί σε ενέργειες για σκοπούς προστασίας και φροντίδας και των τεσσάρων παιδιών".
» Η λειτουργός πρόσθεσε ότι ετοιμάστηκε σχετική έκθεση και προωθήθηκε στη Νομική Υπηρεσία με σκοπό την έκδοση διατάγματος αφαίρεσης γονικής μέριμνας και ανάθεσής της στη διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας» και παράλληλα ενημέρωνε ότι τα παιδιά είχαν μεταφερθεί από τη μητέρα στο σπίτι της προγιαγιάς τους (της γιαγιάς δηλαδή της μητέρας) η οποία και τα φρόντιζε.
» Στις 21 Ιουλίου, εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα και αναμενόταν η μεταφορά των παιδιών στην παιδική στέγη.
» Αναφέρεται ότι η οικογένεια παρακολουθείται για αρκετά χρόνια και υπήρξε μάλιστα και καταγγελία εναντίον συγγενικού προσώπου για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου.
» Η καταγγελία έγινε από τον Στεπτέμβριο του 2015 αλλά οι ΥΚΕ ενημερώθηκαν αργότερα και η σχετική έκθεση ετοιμάστηκε τον Απρίλιο του 2016.
» Σε κάποια στιγμή τον Ιούλιο τα παιδιά μεταφέρθηκαν στην παιδική στέγη και η Επίτροπος ζήτησε στη συνέχεια τις θέσεις της Αστυνομίας.
» Στην καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών είχε προχωρήσει η προγιαγιά τους η οποία υποστήριξε ότι πιθανόν τα δισέγγονά της ηλικίας 7 και 8 ετών να έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα τους.
» Ενημερώθηκε σχετικά το Επαρχιακό Γραφείο Πάφου και λειτουργοί μετέβησαν στο δημοτικό σχολείο όπου φοιτούσαν οι ανήλικες με σκοπό να ληφθούν από αυτές οπτικογραφημένες καταθέσεις. Οι ανήλικες αρνήθηκαν και όταν η μητέρα τους ενημερώθηκε, δεν επέτρεψε τη μεταφορά τους εκτός σχολείου.
» Όταν τελικά τον Σεπτέμβριο του 2015 οι λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας κατάφεραν να μιλήσουν με τις μικρές, τις άκουσαν να λένε ότι "όταν βρίσκονταν μαζί με τη γιαγιά τους (τη μητέρα της μητέρας τους δηλαδή), τις κτυπούσε συχνά με το σίδερο της σκούπας". Επιπλέον ανέφεραν ότι "ο συμβίος της μητέρας τους τις κτυπά σε διάφορα μέρη του σώματός τους"».
Από αυτές τις αναφορές των κοριτσιών διαπιστώθηκε ότι δεν προέκυπταν υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης και τελικά, τον Δεκέμβριο του 2015, λήφθηκε κατάθεση από τη μητέρα η οποία ανέφερε ότι ουδέποτε της ανέφεραν ότι κτυπήθηκαν από τη γιαγιά τους ή τον συμβίο της, ούτε εντόπισε σημάδια κακοποίησης στο σώμα τους.
Να σημειωθεί ότι η ίδια αρνήθηκε κατηγορηματικά οι ανήλικες κόρες της να προβούν σε οπτικογραφημένες καταθέσεις.
Τον Απρίλιο του 2016 η υπόθεση διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία. Έγινε προσπάθεια για εξέταση των ανήλικων από παιδοψυχολόγο, όμως και οι δύο γονείς δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους και ήταν κατηγορηματικοί προς τούτο.
Τον Αύγουστο του 2016 η Αστυνομία ζήτησε να ενημερωθεί για το αποτέλεσμα των εξετάσεων από τον παιδοψυχολόγο ώστε η υπόθεση να προωθηθεί εκ νέου στη Νομική Υπηρεσία, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα.
Ανεπανόρθωτη ζημιά στα παιδιά
Η παραμονή των παιδιών σε περιβάλλον βίας επηρεάζει αρνητικά την εξέλιξή τους, τονίζει στις επισημάνσεις της η Επίτροπος Διοικήσεως.
Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Σύμφωνα με το Σχέδιο Δράσης για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας στην οικογένεια, είναι αποδεκτή η θέση ότι η βία επηρεάζει τα θύματα προκαλώντας τους σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία παραμένουν ακόμα κι όταν η βία σταματήσει. Οι δε επιπτώσεις στη ζωή τους και ειδικά στις περιπτώσεις ανήλικων παιδιών, είναι τραυματικές και μπορεί να επηρεάσει ανεπανόρθωτα τη συναισθηματική τους ανάπτυξη και την κοινωνική τους προσαρμογή».
Όσον αφορά στα τέσσερα συγκεκριμένα κορίτσια, η Επίτροπος καλεί «τις αρμόδιες Υπηρεσίες να λειτουργήσουν άμεσα, συλλογικά και με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον των παιδιών, ώστε να ολοκληρωθούν οι όποιες διαδικασίες βρίσκονται ακόμα σε εκκρεμότητα».
«Διέτρεχαν φυσικούς και ηθικούς κινδύνους»
«Ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης από τις αρμόδιες υπηρεσίες και συγκεκριμένα, το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την αρχική καταγγελία στην Αστυνομία μέχρι την ετοιμασία της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, καθώς και η τρίμηνη περίοδος που χρειάστηκε για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος αφαίρεσης γονικής μέριμνας, μου προκάλεσαν προβληματισμό», αναφέρει η Επίτροπος Διοικήσεως στην Έκθεσή της και προσθέτει:
«Μου είναι επίσης μη κατανοητό πως ενώ τα παιδιά διέτρεχαν φυσικούς και ηθικούς κινδύνους στο οικογενειακό τους περιβάλλον, σύμφωνα με το ίδιο το Γραφείο Ευημερίας, κι ενώ τα ίδια κατήγγειλαν τη γιαγιά τους και τον συμβίο της μητέρας τους για βία, δεν έτυχαν άμεσης και αποτελεσματικής προστασίας παρά μόνο μετά την έκδοση του δικαστικού διατάγματος, όταν μεταφέρθηκαν πλέον στην παιδική στέγη, ενώ οι αρμόδιες υπηρεσίες γνώριζαν από τον Σεπτέμβριο του 2015 για τις καταγγελίες και η δε οικογένεια επαρακολουθείτο για χρόνια».
Είναι υποχρέωση του κράτους και των αρμόδιων υπηρεσιών, επισημαίνει η Ελίζα Σαββίδου, «να παίρνουν αποφάσεις έγκαιρα λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού όπως κατ’ επανάληψη η επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού έχει υποδείξει».
Προς αυτή την κατεύθυνση, προσθέτει η Επίτροπος, «οδηγούσε τόσο το ρυθμιστικό πλαίσιο όσο και η εθνική νομοθεσία και το εγχειρίδιο διατμηματικών διαδικασιών για τον χειρισμό περιστατικών βίας στην οικογένεια». Ωστόσο, αναφέρει, «η εφαρμογή τους καθίσταται δύσκολη, όταν οι αρμόδιες υπηρεσίες παρουσιάζουν κενά και ελλείψεις στην εφαρμογή των διαδικασιών ή δεν συνεργάζονται εντατικά και στενά για την πρόληψη και αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών».
Περισσότερο ανησυχητικό όμως, σύμφωνα με την Επίτροπο, είναι το γεγονός ότι «το εγχειρίδιο με τις διαδικασίες διατμηματικής συνεργασίας βρίσκεται υπό αναθεώρηση για αρκετά χρόνια, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνεται ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν εφαρμόζουν επαρκώς τις υφιστάμενες διαδικασίες».
«Θεωρώ», αναφέρει καταλήγοντας η Ελίζα Σαββίδου, «ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες πρέπει να κατανοήσουν τη σοβαρότητα των περιστατικών βίας και να δρουν έγκαιρα και συντονισμένα. Για αυτό και θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική και, όπως διαφαίνεται, απαραίτητη, η δημιουργία μηχανισμού παρέμβασης σε περιπτώσεις σοβαρού κινδύνου βίας, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά τέτοια φαινόμενα».philenews ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK ΕΔΩ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΤΕ... ΣΗΜΕΡΑ ΤΙΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΟΥ... ΑΥΡΙΟ
Προσπαθούσε εναγωνίως να υπερπηδήσει κάθε γραφειοκρατικό εμπόδιο για να βοηθήσει τη μικρή της μαθήτρια και τις τρεις αδελφές της μέχρι που στο τέλος και αφού δεν τα έβγαζε πέρα με τις διαδικασίες της Αστυνομίας και των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, αποτάθηκε στην Επίτροπο Διοικήσεως ζητώντας την παρέμβασή της.
Πράγματι η Επίτροπος Ελίζα Σαββίδου παρενέβη και στην Έκθεση που ετοίμασε για την υπόθεση χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν οι κρατικές υπηρεσίες ανησυχητικό, αφού, όπως επισημαίνει, ούτε οι διαδικασίες που προβλέπονται από τους κανονισμούς δεν είχαν ακολουθηθεί.
Η ιστορία των παιδιών, όπως καταγράφεται από την ίδια την Επίτροπο Διοικήσεως στη σχετική έκθεσή της, συγκλονίζει, για αυτό και το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται αυτούσιο:
«Η κυρία Α., νηπιαγωγός, με ηλεκτρονικό μήνυμα στις 27 Μαΐου 2016 υπέβαλε παράπονο αναφορικά με την καθυστέρηση του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Πάφου να χειριστεί καταγγελία για κακοποίηση ανηλίκων.
» Η νηπιαγωγός ανέφερε ότι στην τάξη που δίδασκε μια μαθήτρια της ηλικίας 5 ετών, κατά την περίοδο που ζούσε με τη μητέρα της, εμφανίστηκε στο σχολείο με σημάδια κακοποίησης, μώλωπες και δαγκώματα στο σώμα, ήταν εξουθενωμένη, μύριζε καπνό τσιγάρου και φορούσε βρόμικα ρούχα. Η μαθήτρια έχει ακόμα τρεις ανήλικες αδελφές ηλικίας 9, 8 και 1 ετών. Οι γονείς των παιδιών είναι διαζευγμένοι και η μητέρα τους συζεί με τον σύντροφό της. Η νηπιαγωγός υποστήριξε ότι ήταν σε γνώση της ότι οι βιολογικοί γονείς είναι και οι δύο χρήστες απαγορευμένων ουσιών, καθώς, επίσης, ότι στο σπίτι που διέμεναν τα παιδιά κακοποιούνταν.
» Τον Μάρτιο του 2016 η νηπιαγωγός επικοινώνησε με το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Πάφου και ενημερώθηκε ότι γνώριζαν την υπόθεση και ότι εκκρεμούσε η έκδοση προσωρινού διατάγματος για την ανάθεση της φροντίδας των ανήλικων παιδιών στον διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
» Ο πατέρας, αρχές Μαΐου, μετέφερε τα τρία παιδιά (εκτός του νεαρότερου) σε παιδική στέγη στην Πάφο, όπου παρέμειναν μέχρι τέλος του ίδιου μήνα, όταν η μητέρα πήγε και τα πήρε από τη στέγη. Οι αρμόδιες Αρχές στη συνέχεια δεν γνώριζαν πού βρίσκεται η μητέρα με τα παιδιά».
» Η νηπιαγωγός, παρά το γεγονός ότι τα σχολεία είχαν κλείσει, επέμεινε και προσπαθούσε να εντοπίσει τα παιδιά. Έτσι, η Επίτροπος τον Ιούνιο του 2016 ζήτησε από την επαρχιακή λειτουργό Πάφου να την ενημερώσει άμεσα σε ποίες ενέργειες είχε προβεί το Γραφείο της και πού βρίσκονταν τα τέσσερα παιδιά.
» Η απάντηση της λειτουργού: "Η Υπηρεσία μας, μετά από διαπίστωση ότι τα παιδιά διατρέχουν φυσικούς και ηθικούς κινδύνους κοντά στους γονείς και ενόψει του ότι κανένας από τους δύο γονείς δεν είναι σε θέση να ασκήσει ικανοποιητικά τον γονεϊκό του ρόλο, έχει προβεί σε ενέργειες για σκοπούς προστασίας και φροντίδας και των τεσσάρων παιδιών".
» Η λειτουργός πρόσθεσε ότι ετοιμάστηκε σχετική έκθεση και προωθήθηκε στη Νομική Υπηρεσία με σκοπό την έκδοση διατάγματος αφαίρεσης γονικής μέριμνας και ανάθεσής της στη διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας» και παράλληλα ενημέρωνε ότι τα παιδιά είχαν μεταφερθεί από τη μητέρα στο σπίτι της προγιαγιάς τους (της γιαγιάς δηλαδή της μητέρας) η οποία και τα φρόντιζε.
» Στις 21 Ιουλίου, εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα και αναμενόταν η μεταφορά των παιδιών στην παιδική στέγη.
» Αναφέρεται ότι η οικογένεια παρακολουθείται για αρκετά χρόνια και υπήρξε μάλιστα και καταγγελία εναντίον συγγενικού προσώπου για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου.
» Η καταγγελία έγινε από τον Στεπτέμβριο του 2015 αλλά οι ΥΚΕ ενημερώθηκαν αργότερα και η σχετική έκθεση ετοιμάστηκε τον Απρίλιο του 2016.
» Σε κάποια στιγμή τον Ιούλιο τα παιδιά μεταφέρθηκαν στην παιδική στέγη και η Επίτροπος ζήτησε στη συνέχεια τις θέσεις της Αστυνομίας.
» Στην καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών είχε προχωρήσει η προγιαγιά τους η οποία υποστήριξε ότι πιθανόν τα δισέγγονά της ηλικίας 7 και 8 ετών να έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα τους.
» Ενημερώθηκε σχετικά το Επαρχιακό Γραφείο Πάφου και λειτουργοί μετέβησαν στο δημοτικό σχολείο όπου φοιτούσαν οι ανήλικες με σκοπό να ληφθούν από αυτές οπτικογραφημένες καταθέσεις. Οι ανήλικες αρνήθηκαν και όταν η μητέρα τους ενημερώθηκε, δεν επέτρεψε τη μεταφορά τους εκτός σχολείου.
» Όταν τελικά τον Σεπτέμβριο του 2015 οι λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας κατάφεραν να μιλήσουν με τις μικρές, τις άκουσαν να λένε ότι "όταν βρίσκονταν μαζί με τη γιαγιά τους (τη μητέρα της μητέρας τους δηλαδή), τις κτυπούσε συχνά με το σίδερο της σκούπας". Επιπλέον ανέφεραν ότι "ο συμβίος της μητέρας τους τις κτυπά σε διάφορα μέρη του σώματός τους"».
Από αυτές τις αναφορές των κοριτσιών διαπιστώθηκε ότι δεν προέκυπταν υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης και τελικά, τον Δεκέμβριο του 2015, λήφθηκε κατάθεση από τη μητέρα η οποία ανέφερε ότι ουδέποτε της ανέφεραν ότι κτυπήθηκαν από τη γιαγιά τους ή τον συμβίο της, ούτε εντόπισε σημάδια κακοποίησης στο σώμα τους.
Να σημειωθεί ότι η ίδια αρνήθηκε κατηγορηματικά οι ανήλικες κόρες της να προβούν σε οπτικογραφημένες καταθέσεις.
Τον Απρίλιο του 2016 η υπόθεση διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία. Έγινε προσπάθεια για εξέταση των ανήλικων από παιδοψυχολόγο, όμως και οι δύο γονείς δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους και ήταν κατηγορηματικοί προς τούτο.
Τον Αύγουστο του 2016 η Αστυνομία ζήτησε να ενημερωθεί για το αποτέλεσμα των εξετάσεων από τον παιδοψυχολόγο ώστε η υπόθεση να προωθηθεί εκ νέου στη Νομική Υπηρεσία, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα.
Ανεπανόρθωτη ζημιά στα παιδιά
Η παραμονή των παιδιών σε περιβάλλον βίας επηρεάζει αρνητικά την εξέλιξή τους, τονίζει στις επισημάνσεις της η Επίτροπος Διοικήσεως.
Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Σύμφωνα με το Σχέδιο Δράσης για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας στην οικογένεια, είναι αποδεκτή η θέση ότι η βία επηρεάζει τα θύματα προκαλώντας τους σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία παραμένουν ακόμα κι όταν η βία σταματήσει. Οι δε επιπτώσεις στη ζωή τους και ειδικά στις περιπτώσεις ανήλικων παιδιών, είναι τραυματικές και μπορεί να επηρεάσει ανεπανόρθωτα τη συναισθηματική τους ανάπτυξη και την κοινωνική τους προσαρμογή».
Όσον αφορά στα τέσσερα συγκεκριμένα κορίτσια, η Επίτροπος καλεί «τις αρμόδιες Υπηρεσίες να λειτουργήσουν άμεσα, συλλογικά και με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον των παιδιών, ώστε να ολοκληρωθούν οι όποιες διαδικασίες βρίσκονται ακόμα σε εκκρεμότητα».
«Διέτρεχαν φυσικούς και ηθικούς κινδύνους»
«Ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης από τις αρμόδιες υπηρεσίες και συγκεκριμένα, το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την αρχική καταγγελία στην Αστυνομία μέχρι την ετοιμασία της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, καθώς και η τρίμηνη περίοδος που χρειάστηκε για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος αφαίρεσης γονικής μέριμνας, μου προκάλεσαν προβληματισμό», αναφέρει η Επίτροπος Διοικήσεως στην Έκθεσή της και προσθέτει:
«Μου είναι επίσης μη κατανοητό πως ενώ τα παιδιά διέτρεχαν φυσικούς και ηθικούς κινδύνους στο οικογενειακό τους περιβάλλον, σύμφωνα με το ίδιο το Γραφείο Ευημερίας, κι ενώ τα ίδια κατήγγειλαν τη γιαγιά τους και τον συμβίο της μητέρας τους για βία, δεν έτυχαν άμεσης και αποτελεσματικής προστασίας παρά μόνο μετά την έκδοση του δικαστικού διατάγματος, όταν μεταφέρθηκαν πλέον στην παιδική στέγη, ενώ οι αρμόδιες υπηρεσίες γνώριζαν από τον Σεπτέμβριο του 2015 για τις καταγγελίες και η δε οικογένεια επαρακολουθείτο για χρόνια».
Είναι υποχρέωση του κράτους και των αρμόδιων υπηρεσιών, επισημαίνει η Ελίζα Σαββίδου, «να παίρνουν αποφάσεις έγκαιρα λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού όπως κατ’ επανάληψη η επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού έχει υποδείξει».
Προς αυτή την κατεύθυνση, προσθέτει η Επίτροπος, «οδηγούσε τόσο το ρυθμιστικό πλαίσιο όσο και η εθνική νομοθεσία και το εγχειρίδιο διατμηματικών διαδικασιών για τον χειρισμό περιστατικών βίας στην οικογένεια». Ωστόσο, αναφέρει, «η εφαρμογή τους καθίσταται δύσκολη, όταν οι αρμόδιες υπηρεσίες παρουσιάζουν κενά και ελλείψεις στην εφαρμογή των διαδικασιών ή δεν συνεργάζονται εντατικά και στενά για την πρόληψη και αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών».
Περισσότερο ανησυχητικό όμως, σύμφωνα με την Επίτροπο, είναι το γεγονός ότι «το εγχειρίδιο με τις διαδικασίες διατμηματικής συνεργασίας βρίσκεται υπό αναθεώρηση για αρκετά χρόνια, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνεται ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν εφαρμόζουν επαρκώς τις υφιστάμενες διαδικασίες».
«Θεωρώ», αναφέρει καταλήγοντας η Ελίζα Σαββίδου, «ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες πρέπει να κατανοήσουν τη σοβαρότητα των περιστατικών βίας και να δρουν έγκαιρα και συντονισμένα. Για αυτό και θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική και, όπως διαφαίνεται, απαραίτητη, η δημιουργία μηχανισμού παρέμβασης σε περιπτώσεις σοβαρού κινδύνου βίας, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά τέτοια φαινόμενα».philenews ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK ΕΔΩ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΤΕ... ΣΗΜΕΡΑ ΤΙΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΟΥ... ΑΥΡΙΟ