Ο 86χρονος Σάββας Λιασή είναι ένας από τους ζωντανούς ήρωες της Κύπρου. Ζει εγκλωβισμένος στην Αγία Τριάδα από το 1974, πέρσι κήδευσε τον αγνοούμενο γιο του, φέτος τη γυναίκα του. «Ο Νότος» είναι για εκείνον άγνωστο έδαφος. Και η Καρπασία ο παράδεισός του. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο το βράδυ της προηγούμενης Κυριακής.
Φωτο: Αρχείο Τούλας Λιασή
«Πώς περάσατε σήμερα την Κυριακή σας;». «Επέθανε προχτές ο Γιάννης Φραγκούς. Σκέφτου σύμπτωση ότι σήμερα ήταν και το μνημόσυνο του πατέρα του, του Πέτρου. Τες προάλλες δεν ένιωθεν καλά, επήραν τον με την άμπουλανς που τη Γιαλούσα στο Βαρώσι. Ήταν 90 χρόνων, είχε 14 παιθκιά, εγγόνια και δισέγγονα. Εγέμωσεν η εκκλησία τζαι έκαμα ο ίδιος τον ψάλτη, γιατί δεν είχαμε. Ήρτεν και η αδελφή μου που τη Λάρνακα μαζί με τον γαμπρό μου, εφέραν κοτόπουλο με μπιζέλια να φάμε. Πόψε έφαγα ένα μήλο, επήα τζαι στην αγορά, έπιασα κάτι γλυσταρκές με σουσάμι, ήπια τζαι λίγο γάλα –κανούν με τούτα. Έμαθα στα λλία. Τη νύχτα θκιαβάζω κάμποσα θρησκευτικά βιβλία που μου έδωσεν ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, τζοιμούμαι κατά τες 10 η ώρα, ξυπνώ που τα χαράματα. Τούτη εν η ζωή μου».
«Στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, μάλλον επειδή ήξερα και λλία τούρτζικα, είχα γίνει υπεύθυνος που το ’74. Μαζί με την εκκλησία μού είχαν δώσει άδεια αρχικά τζαι έπαιρνα αρρώστους στο Βαρώσι τζαι στη Λευκωσία –αργότερα εφέραν μας παπά και δασκάλους για τα μωρά. Το χωρκό μας ήταν πάντα γεμάτο ελιές, η θάλασσα είναι ένα μίλι που δαμέ, εκάμναμεν μεταξοσκώληκα, χαρούπια, εσπέρναμεν τα χωράφκια μας με ούλλα τα αγαθά. Τίποτε δεν μας έλειψεν που τούτα. Καλή ώρα σαν σήμερα, που είναι Κυριακή, αν ήμουν νεότερος, θα επήεννα βόλτα ως τον Άη Θέρισο για παγωτό ή ως τον Απόστολο Αντρέα. Οι Τούρκοι που ήρταν τωρά είναι από τον Πόντο –θυμούμαι ότι όταν τους πρωτοείδα εμιλούσαν αρχαία ελληνικά, ελέγαν “τα ποδάρια σου”, “τα αμπάρια σου”. Όταν ήταν άρρωστη η γυναίκα μου, έρκετουν σπίτι μας μια Τουρκού, εκοίταζεν την, εφρόντιζεν την. Εν πας στον άνθρωπο πώς εν να συμπεριφερτεί. Κάθε Τετάρτην έρκουνται τα Ηνωμένα Έθνη –μάλιστα εβραβεύσαν με για την προσφορά μου στον τόπο– τζαι φέρνουν μας φαγώσιμα, φρούτα, λαχανικά, κιβώτια με ζάχαρη, ρύζι, κοτόπουλα».
«Τωρά που μιλούμεν θωρώ τες ειδήσεις που το ΡΙΚ. Κάθε βράδυ παρακολουθώ τι γίνεται στον κόσμο. “Πάλε καλά”, λέω στον εαυτό μου. Βλέπω τούτα τα μωρά που πνίουνται μέσα στη θάλασσα τζαι κάμνω τον σταυρό μου, “δεν πρέπει να έχουμεν παράπονα εμείς”, λέω. Εγώ είχα ένα γιο. Τον Γιαννάκη. Είχα κατάστημα στη Γιαλούσα τζαι έστειλα τον εις την Αθήνα να σπουδάσει οικονομικά, για να αναλάβει το μαχαζί. Ήρτεν τον Ιούλιο του ’74 να μας δει. Εγίναν τα γεγονότα τζαι εκαλέσαν τον για επιστράτευση. Που τη μέραν τζείνην εχάθηκε. Επεράσαμε δύσκολα. Επιστέφκαμεν ότι μπορεί να ήταν ζωντανός, η γυναίκα μου δεν εμείνησκεν μέρα που να μεν τον συναφέρει. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος κοντά στον Θεό –όταν ήμουν μιτσής ήθελα να πάω να γίνω καλόγηρος– τζι έτσι κάθε λλίον εμνημόνευφκα τον στην εκκλησία μας –“Ιωάννου αγνοουμένου” έγραφα».
«12 Ιουλίου του 2014 εφέραν μας τον Γιαννάκη διότι αναγνωρίστηκε με το dna. Ως τότε η γεναίκα μου έκλαιεν, ερώταν με “ζιει Σαββή, ζιει;”. 12 Ιουλίου είναι και η μέρα της γεννήσεως μου. Περίεργα πράματα. Πώς να σου τα εξηγήσω; “Δόξα σοι ο Θεός”, λέω. Γιατί ήβραμεν τον. Ας εν τζαι πεθαμένον. Ήρτεν πολύς κόσμος στην κηδεία του. Επίσημοι πολλοί, αρχιεπίσκοποι, πρόεδροι. Είπαν ότι είναι ήρωας. Για εμέναν ήταν ο γιος μου! Ησύχασεν και η γυναίκα μου, η Μαρούλα, η οποία επέθανεν τον Απρίλη, αλλά έχω τη δαμέ, δίπλα μου, πάνω στο τραπέζι, μέσα σε κορνίζα, σε μιαν έγχρωμη φωτογραφία. Επεράσαμεν καλά 65 χρόνια μαζί. Δεν εμαλλώσαμε ποττέ μας. Μιλούμεν κάθε νύχτα. Εν καλά τζιαμέ που ένει…».
«Τι σημαίνει για σας ελευθερία, κύριε Σάββα;». «Η ελευθερία είναι έναν όνειρο! Είναι σα να θωρείς όνειρο…».
«Γιατί δεν φέφκετε που το χωρκόν τζαι να έρτετε να μείνετε στες ελεύθερες περιοχές;». «Ούτε κουβέντα να γίνεται! Το σπίτι μου εν δαμέ! Δαμέ εν τα δεντρά μου… Δαμέ εν ο παράδεισος του Θεού –φέφκει κανένας που τον παράδεισον του;».philenewsΚΑΝΤΕ LIKE ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΠΑΝΤΑ IN ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
Φωτο: Αρχείο Τούλας Λιασή
«Πώς περάσατε σήμερα την Κυριακή σας;». «Επέθανε προχτές ο Γιάννης Φραγκούς. Σκέφτου σύμπτωση ότι σήμερα ήταν και το μνημόσυνο του πατέρα του, του Πέτρου. Τες προάλλες δεν ένιωθεν καλά, επήραν τον με την άμπουλανς που τη Γιαλούσα στο Βαρώσι. Ήταν 90 χρόνων, είχε 14 παιθκιά, εγγόνια και δισέγγονα. Εγέμωσεν η εκκλησία τζαι έκαμα ο ίδιος τον ψάλτη, γιατί δεν είχαμε. Ήρτεν και η αδελφή μου που τη Λάρνακα μαζί με τον γαμπρό μου, εφέραν κοτόπουλο με μπιζέλια να φάμε. Πόψε έφαγα ένα μήλο, επήα τζαι στην αγορά, έπιασα κάτι γλυσταρκές με σουσάμι, ήπια τζαι λίγο γάλα –κανούν με τούτα. Έμαθα στα λλία. Τη νύχτα θκιαβάζω κάμποσα θρησκευτικά βιβλία που μου έδωσεν ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, τζοιμούμαι κατά τες 10 η ώρα, ξυπνώ που τα χαράματα. Τούτη εν η ζωή μου».
«Στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, μάλλον επειδή ήξερα και λλία τούρτζικα, είχα γίνει υπεύθυνος που το ’74. Μαζί με την εκκλησία μού είχαν δώσει άδεια αρχικά τζαι έπαιρνα αρρώστους στο Βαρώσι τζαι στη Λευκωσία –αργότερα εφέραν μας παπά και δασκάλους για τα μωρά. Το χωρκό μας ήταν πάντα γεμάτο ελιές, η θάλασσα είναι ένα μίλι που δαμέ, εκάμναμεν μεταξοσκώληκα, χαρούπια, εσπέρναμεν τα χωράφκια μας με ούλλα τα αγαθά. Τίποτε δεν μας έλειψεν που τούτα. Καλή ώρα σαν σήμερα, που είναι Κυριακή, αν ήμουν νεότερος, θα επήεννα βόλτα ως τον Άη Θέρισο για παγωτό ή ως τον Απόστολο Αντρέα. Οι Τούρκοι που ήρταν τωρά είναι από τον Πόντο –θυμούμαι ότι όταν τους πρωτοείδα εμιλούσαν αρχαία ελληνικά, ελέγαν “τα ποδάρια σου”, “τα αμπάρια σου”. Όταν ήταν άρρωστη η γυναίκα μου, έρκετουν σπίτι μας μια Τουρκού, εκοίταζεν την, εφρόντιζεν την. Εν πας στον άνθρωπο πώς εν να συμπεριφερτεί. Κάθε Τετάρτην έρκουνται τα Ηνωμένα Έθνη –μάλιστα εβραβεύσαν με για την προσφορά μου στον τόπο– τζαι φέρνουν μας φαγώσιμα, φρούτα, λαχανικά, κιβώτια με ζάχαρη, ρύζι, κοτόπουλα».
«Τωρά που μιλούμεν θωρώ τες ειδήσεις που το ΡΙΚ. Κάθε βράδυ παρακολουθώ τι γίνεται στον κόσμο. “Πάλε καλά”, λέω στον εαυτό μου. Βλέπω τούτα τα μωρά που πνίουνται μέσα στη θάλασσα τζαι κάμνω τον σταυρό μου, “δεν πρέπει να έχουμεν παράπονα εμείς”, λέω. Εγώ είχα ένα γιο. Τον Γιαννάκη. Είχα κατάστημα στη Γιαλούσα τζαι έστειλα τον εις την Αθήνα να σπουδάσει οικονομικά, για να αναλάβει το μαχαζί. Ήρτεν τον Ιούλιο του ’74 να μας δει. Εγίναν τα γεγονότα τζαι εκαλέσαν τον για επιστράτευση. Που τη μέραν τζείνην εχάθηκε. Επεράσαμε δύσκολα. Επιστέφκαμεν ότι μπορεί να ήταν ζωντανός, η γυναίκα μου δεν εμείνησκεν μέρα που να μεν τον συναφέρει. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος κοντά στον Θεό –όταν ήμουν μιτσής ήθελα να πάω να γίνω καλόγηρος– τζι έτσι κάθε λλίον εμνημόνευφκα τον στην εκκλησία μας –“Ιωάννου αγνοουμένου” έγραφα».
«12 Ιουλίου του 2014 εφέραν μας τον Γιαννάκη διότι αναγνωρίστηκε με το dna. Ως τότε η γεναίκα μου έκλαιεν, ερώταν με “ζιει Σαββή, ζιει;”. 12 Ιουλίου είναι και η μέρα της γεννήσεως μου. Περίεργα πράματα. Πώς να σου τα εξηγήσω; “Δόξα σοι ο Θεός”, λέω. Γιατί ήβραμεν τον. Ας εν τζαι πεθαμένον. Ήρτεν πολύς κόσμος στην κηδεία του. Επίσημοι πολλοί, αρχιεπίσκοποι, πρόεδροι. Είπαν ότι είναι ήρωας. Για εμέναν ήταν ο γιος μου! Ησύχασεν και η γυναίκα μου, η Μαρούλα, η οποία επέθανεν τον Απρίλη, αλλά έχω τη δαμέ, δίπλα μου, πάνω στο τραπέζι, μέσα σε κορνίζα, σε μιαν έγχρωμη φωτογραφία. Επεράσαμεν καλά 65 χρόνια μαζί. Δεν εμαλλώσαμε ποττέ μας. Μιλούμεν κάθε νύχτα. Εν καλά τζιαμέ που ένει…».
«Τι σημαίνει για σας ελευθερία, κύριε Σάββα;». «Η ελευθερία είναι έναν όνειρο! Είναι σα να θωρείς όνειρο…».
«Γιατί δεν φέφκετε που το χωρκόν τζαι να έρτετε να μείνετε στες ελεύθερες περιοχές;». «Ούτε κουβέντα να γίνεται! Το σπίτι μου εν δαμέ! Δαμέ εν τα δεντρά μου… Δαμέ εν ο παράδεισος του Θεού –φέφκει κανένας που τον παράδεισον του;».philenewsΚΑΝΤΕ LIKE ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΠΑΝΤΑ IN ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ