Η ένταση στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις επανέφερε το ερώτημα της συνολικής ισχύος της γείτονος.
Παρά την εγγύτητα, η τουρκική πραγματικότητα παραμένει άγνωστη και δυσνόητη για τους περισσότερους Έλληνες. Το βέβαιο είναι ότι η Τουρκία έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 16 χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν και πως σήμερα βρίσκεται στο ενδιάμεσο μιας μεγάλης πολιτειακής αλλαγής.
Οικονομικά ουδέποτε η Τουρκία ήταν ισχυρότερη. Το 2017 το ΑΕΠ της ήταν 840 δισεκατομμύρια δολάρια και ο ετήσιος ρυθμός αύξησής του έφθασε το 7% (τα αντίστοιχα νούμερα για την Ελλάδα είναι 200 δισ. και 1,4%). Τη δεκαετία που προηγήθηκε το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε συνολικά κατά 60% (ενώ το ελληνικό μειώθηκε κατά 25%), σημειώνοντας με διαφορά τη μεγαλύτερη άνοδο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας βασίζεται στα υγιή δημόσια οικονομικά, τον ισχυρό τραπεζικό τομέα και τον δυναμικό και εξωστρεφή ιδιωτικό τομέα. Το δημόσιο χρέος δεν φτάνει καν το 30% του ΑΕΠ (όταν στην Ελλάδα αγγίζει το 180%) και οι εξαγωγές ήταν 167 δισεκατομμύρια δολάρια, πενταπλάσιες και πλέον των ελληνικών.
Δημογραφικά ο τουρκικός πληθυσμός έφτασε τα 80 εκατομμύρια και ηλικιακά παραμένει, μαζί με τον αλβανικό, ο πιο νεανικός στην Ευρώπη. Οι Τούρκοι κάτω των 29 είναι 40 εκατομμύρια όταν οι αντίστοιχοι Έλληνες μόλις υπερβαίνουν τα 3 εκατομμύρια. Βέβαια, η γονιμότητα πέφτει και σε κάποιες δυτικές επαρχίες δεν διαφέρει από τη μέση ευρωπαϊκή, γι΄ αυτό και ο τουρκικός πληθυσμός αναμένεται να σταθεροποιηθεί κάποια στιγμή γύρω στα 100 εκατομμύρια.
Η μεγάλη αδυναμία της Τουρκίας είναι πολιτική και έχει να κάνει με την αποτυχία της εμπέδωσης της δημοκρατίας και της επίλυσης του Κουρδικού ζητήματος. Η Τουρκία έχει τη μακρότερη περίοδο δημοκρατικής μετάβασης στα παγκόσμια χρονικά. Η μετάβαση στη δημοκρατία ξεκίνησε το 1946 με τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, επιταχύνθηκε με τη νίκη του Δημοκρατικού Κόμματος στις εκλογές του 1950, αντιστράφηκε με τα κατά καιρούς πραξικοπήματα που ακολούθησαν, επιταχύνθηκε ξανά στη δεκαετία του 2000 με την προοπτική της ένταξης στην Ε.Ε. και σήμερα υποχωρεί με αυξανόμενους ρυθμούς, εξαιτίας κυρίως της επιλογής του Ερντογάν να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του.
Οι τριπλές εκλογές του 2019, δημοτικές, προεδρικές και βουλευτικές, είναι κρίσιμες και θα οριστικοποιήσουν τη μετάβαση σε ένα αυταρχικό προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, με έναν πανίσχυρο και ανεξέλεγκτο Πρόεδρο Ερντογάν. Το διαφιλονικούμενο αποτέλεσμα του πρόσφατου συνταγματικού δημοψηφίσματος απέδειξε πως η δημοτικότητα του Ερντογάν, αν και πολύ υψηλή, βρίσκεται σε κάμψη και γι’ αυτό η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης θα παραταθεί προκειμένου να διασφαλιστεί η νίκη του.
Η αποτυχία εμπέδωσης ενός σταθερού δημοκρατικού συστήματος επιτείνει την αστάθεια και τροφοδοτεί την ένταση και την πόλωση στην τουρκική κοινωνία. Ταυτόχρονα, η συμμαχία του Ερντογάν και του AKP με τους εθνικιστές του MHP και η υιοθέτηση του ακραίου τουρκικού εθνικισμού περιπλέκουν το κουρδικό πρόβλημα. Όσο η Άγκυρα το βλέπει μυωπικά και αποκλειστικά ως πρόβλημα ασφάλειας, τόσο η νοτιοανατολική Τουρκία θα βυθίζεται σε μια χαμηλής έντασης εμφύλια σύρραξη, τροφοδοτούμενη και από τις εξελίξεις στη γειτονική Συρία και το Ιράκ. Τέλος, οι επιλογές αυτές στο εσωτερικό συνδυάζονται με την απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση συνολικά. Η σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ περνάει δομική κρίση και μετεξελίσσεται από στρατηγική σε διεκπεραιωτική, αν και η πιθανότητα πλήρους ρήξης δεν είναι πολύ μεγάλη.
Συνοψίζοντας η Τουρκία είναι μια δυναμική και ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα με μια οικονομία που παρά τα προβλήματα, όπως ο υψηλός πληθωρισμός και το μεγάλο έλλειμμα στις εξωτερικές συναλλαγές, επέδειξε αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα στις πολιτικές εντάσεις. Ωστόσο, η τουρκική ηγεσία, παρά τον όποιο πραγματισμό της, έχει επιλέξει να σπαταλήσει την επιτυχία αυτή στη διαιώνιση της εξουσίας της παρά στην οικοδόμηση του θεσμικού εκείνου πλαισίου που θα αναβάθμιζε πραγματικά τη γείτονα σε ένα αναπτυγμένο κράτος.
Η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται την ακύρωση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, πάνω στην οποία η Ελλάδα βάσισε την ελπίδα επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών. Επίσης συνεπάγεται μια περίοδο αναταραχής στο εσωτερικό της Τουρκίας. Η αναταραχή αυτή εύκολα μπορεί να εξάγεται στην ευρύτερη περιοχή, για εσωτερικούς μικροπολιτικούς λόγους, από ένα πολιτικό σύστημα που κυριαρχείται από τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό, τον αντι-δυτικισμό, τη συνωμοσιολογία και από το οποίο έχουν εκλείψει τα θεσμικά αντίβαρα, όπως η δικαστική ανεξαρτησία και η ελευθεροτυπία.
*Ο Δημήτρης Καιρίδης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Διευθυντής του Δικτύου Ναυαρίνου στη Θεσσαλονίκη και της Θερινής Ακαδημίας της Ολυμπίας. onalert
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΜΑΣ ΕΔΩ
Παρά την εγγύτητα, η τουρκική πραγματικότητα παραμένει άγνωστη και δυσνόητη για τους περισσότερους Έλληνες. Το βέβαιο είναι ότι η Τουρκία έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 16 χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν και πως σήμερα βρίσκεται στο ενδιάμεσο μιας μεγάλης πολιτειακής αλλαγής.
Οικονομικά ουδέποτε η Τουρκία ήταν ισχυρότερη. Το 2017 το ΑΕΠ της ήταν 840 δισεκατομμύρια δολάρια και ο ετήσιος ρυθμός αύξησής του έφθασε το 7% (τα αντίστοιχα νούμερα για την Ελλάδα είναι 200 δισ. και 1,4%). Τη δεκαετία που προηγήθηκε το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε συνολικά κατά 60% (ενώ το ελληνικό μειώθηκε κατά 25%), σημειώνοντας με διαφορά τη μεγαλύτερη άνοδο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας βασίζεται στα υγιή δημόσια οικονομικά, τον ισχυρό τραπεζικό τομέα και τον δυναμικό και εξωστρεφή ιδιωτικό τομέα. Το δημόσιο χρέος δεν φτάνει καν το 30% του ΑΕΠ (όταν στην Ελλάδα αγγίζει το 180%) και οι εξαγωγές ήταν 167 δισεκατομμύρια δολάρια, πενταπλάσιες και πλέον των ελληνικών.
Δημογραφικά ο τουρκικός πληθυσμός έφτασε τα 80 εκατομμύρια και ηλικιακά παραμένει, μαζί με τον αλβανικό, ο πιο νεανικός στην Ευρώπη. Οι Τούρκοι κάτω των 29 είναι 40 εκατομμύρια όταν οι αντίστοιχοι Έλληνες μόλις υπερβαίνουν τα 3 εκατομμύρια. Βέβαια, η γονιμότητα πέφτει και σε κάποιες δυτικές επαρχίες δεν διαφέρει από τη μέση ευρωπαϊκή, γι΄ αυτό και ο τουρκικός πληθυσμός αναμένεται να σταθεροποιηθεί κάποια στιγμή γύρω στα 100 εκατομμύρια.
Η μεγάλη αδυναμία της Τουρκίας είναι πολιτική και έχει να κάνει με την αποτυχία της εμπέδωσης της δημοκρατίας και της επίλυσης του Κουρδικού ζητήματος. Η Τουρκία έχει τη μακρότερη περίοδο δημοκρατικής μετάβασης στα παγκόσμια χρονικά. Η μετάβαση στη δημοκρατία ξεκίνησε το 1946 με τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, επιταχύνθηκε με τη νίκη του Δημοκρατικού Κόμματος στις εκλογές του 1950, αντιστράφηκε με τα κατά καιρούς πραξικοπήματα που ακολούθησαν, επιταχύνθηκε ξανά στη δεκαετία του 2000 με την προοπτική της ένταξης στην Ε.Ε. και σήμερα υποχωρεί με αυξανόμενους ρυθμούς, εξαιτίας κυρίως της επιλογής του Ερντογάν να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του.
Οι τριπλές εκλογές του 2019, δημοτικές, προεδρικές και βουλευτικές, είναι κρίσιμες και θα οριστικοποιήσουν τη μετάβαση σε ένα αυταρχικό προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, με έναν πανίσχυρο και ανεξέλεγκτο Πρόεδρο Ερντογάν. Το διαφιλονικούμενο αποτέλεσμα του πρόσφατου συνταγματικού δημοψηφίσματος απέδειξε πως η δημοτικότητα του Ερντογάν, αν και πολύ υψηλή, βρίσκεται σε κάμψη και γι’ αυτό η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης θα παραταθεί προκειμένου να διασφαλιστεί η νίκη του.
Η αποτυχία εμπέδωσης ενός σταθερού δημοκρατικού συστήματος επιτείνει την αστάθεια και τροφοδοτεί την ένταση και την πόλωση στην τουρκική κοινωνία. Ταυτόχρονα, η συμμαχία του Ερντογάν και του AKP με τους εθνικιστές του MHP και η υιοθέτηση του ακραίου τουρκικού εθνικισμού περιπλέκουν το κουρδικό πρόβλημα. Όσο η Άγκυρα το βλέπει μυωπικά και αποκλειστικά ως πρόβλημα ασφάλειας, τόσο η νοτιοανατολική Τουρκία θα βυθίζεται σε μια χαμηλής έντασης εμφύλια σύρραξη, τροφοδοτούμενη και από τις εξελίξεις στη γειτονική Συρία και το Ιράκ. Τέλος, οι επιλογές αυτές στο εσωτερικό συνδυάζονται με την απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση συνολικά. Η σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ περνάει δομική κρίση και μετεξελίσσεται από στρατηγική σε διεκπεραιωτική, αν και η πιθανότητα πλήρους ρήξης δεν είναι πολύ μεγάλη.
Συνοψίζοντας η Τουρκία είναι μια δυναμική και ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα με μια οικονομία που παρά τα προβλήματα, όπως ο υψηλός πληθωρισμός και το μεγάλο έλλειμμα στις εξωτερικές συναλλαγές, επέδειξε αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα στις πολιτικές εντάσεις. Ωστόσο, η τουρκική ηγεσία, παρά τον όποιο πραγματισμό της, έχει επιλέξει να σπαταλήσει την επιτυχία αυτή στη διαιώνιση της εξουσίας της παρά στην οικοδόμηση του θεσμικού εκείνου πλαισίου που θα αναβάθμιζε πραγματικά τη γείτονα σε ένα αναπτυγμένο κράτος.
Η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται την ακύρωση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, πάνω στην οποία η Ελλάδα βάσισε την ελπίδα επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών. Επίσης συνεπάγεται μια περίοδο αναταραχής στο εσωτερικό της Τουρκίας. Η αναταραχή αυτή εύκολα μπορεί να εξάγεται στην ευρύτερη περιοχή, για εσωτερικούς μικροπολιτικούς λόγους, από ένα πολιτικό σύστημα που κυριαρχείται από τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό, τον αντι-δυτικισμό, τη συνωμοσιολογία και από το οποίο έχουν εκλείψει τα θεσμικά αντίβαρα, όπως η δικαστική ανεξαρτησία και η ελευθεροτυπία.
*Ο Δημήτρης Καιρίδης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Διευθυντής του Δικτύου Ναυαρίνου στη Θεσσαλονίκη και της Θερινής Ακαδημίας της Ολυμπίας. onalert